Aris Georgiou
ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΟΥ «ΟΛΥΜΠΟΣ ΝΑΟΥΣΑ»Αναγνωστήριο 20.6.2004, Εφημερίδα Αγγελιοφόρος Αν διατρέξει κανείς το τυπωμένο σε βιβλία φωτογραφικό έργο του Αρι Γεωργίου, εύκολα θα αντιληφθεί τη γοητεία που ασκούν πάνω του τα ίχνη της φθοράς πάνω στο δομημένο περιβάλλον μας· μάλιστα, όσο εντονότερη είναι η φθορά τόσο ισχυρότερη φαίνεται η έλξη που ασκεί πάνω στον φωτογράφο. Από τις φωτογραφίες αρχαιολογικών χώρων (Αθήνα, Δελφοί, Δήλος, Δίον, Επίδαυρος, Θάσος, Κνωσός, Σαμοθράκη) στο λεύκωμα Ημών προγόνων (1990) μέχρι τη σχετικά ολιγοσέλιδη έκδοση Μητροπόλεως 23 (1991, ανάτυπο από το περιοδικό Εντευκτήριο) η απόσταση είναι πολύ μικρή. Τα καθημαγμένα ερείπια του λαμπρού ελληνικού παρελθόντος, που απεικονίζονται στο λεύκωμα, δίνουν τη σκυτάλη σε φωτογραφίες από ένα διατηρητέο μεν πλην μάλλον παραμελημένο κτίριο των αρχών του αιώνα, στη συμβολή της οδού Μητροπόλεως με την Κομνηνών. Εκεί το βλέμμα του φωτογράφου έλκεται από την παραίτηση για κάθε είδους συντήρηση κι από το βάρος που ο χρόνος και η φθορά σωρεύουν στις επιφάνειες των τοίχων, στην κουπαστή της σκάλας, στην πρόσοψη του ασανσέρ... Εμμονή με τη φθορά Και σε απόσταση αναπνοής, μόλις το 1992, ο Γεωργίου δημοσιεύει το πιο προσωπικό, το πιο συναισθηματικό από τα βιβλία του: Αριστοτέλους 6. Παν δέκα χρόνια. Εδώ ο φωτογράφος παρουσιάζει με τις εικόνες του το σπίτι της γιαγιάς του όπως το αποτύπωσε ο ίδιος με τη μηχανή του λίγο πριν από τον θάνατό της, ντυμένο ακόμη με τα δικά της αντικείμενα, τις φωτογραφίες της και τη ζεστή της παρουσία. Με τη σωτήρια χρονική απόσταση μιας δεκαετίας, ο Γεωργίου ανασυνθέτει τον μύθο της γιαγιάς μέσω των πραγμάτων που η ίδια άγγιξε, μέσω του χώρου στον οποίο εκείνη κυκλοφόρησε και έδωσε ζωή.
Αλλά η εμμονή με τη φθορά, την παρακμή, την εγκατάλειψη, την ερήμωση φαίνεται πως είναι παλαιότερη. Ηδη από το 1983 ο Γεωργίου είχε εισβάλει στο γκρεμίδι που ήταν τότε το Βασιλικό Θέατρο και είχε πάρει μία σειρά φωτογραφιών, τις οποίες εξέδωσε μόλις το 1996, λίγο πριν αρχίσει η επέμβαση της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας (που πάντως δεν αποκατέστησε το παλιό Βασιλικό αλλά έχτισε στη θέση του ένα καινούριο). Στο κείμενο που συνόδευε τις φωτογραφίες του, ο Γεωργίου άνοιξε επιτέλους τα χαρτιά του: [Το κτίριο] γνώρισε την ακμή, που λίγο με ενδιέφερε, και κάποια στιγμή την παρακμή. Τη φθορά, την αχρηστία, την εγκατάλειψη, την κατάρρευση... [Ο χώρος] παλιός, φθαρμένος, διάτρητος, ρυπαρός, κενός, εκπέμπει θλίψη, αναδίδει νοσταλγία, ψιθυρίζει ακατανόητες επικλήσεις. Μόλις εξάλλου προστατεύει τα τελευταία ίχνη των θαμώνων και των θιασωτών του. Πλανάται μέσα του κάτι το μυστηριώδες, σχεδόν μαγικό, που σε ωθεί εκόντα άκοντα σε νόστους της μνήμης και της φαντασίας. Μια ανάλογη εκούσια ή ακούσια νοσταλγία φαίνεται πως ώθησε τον Γεωργίου να φωτογραφήσει το «Ολυμπος Νάουσα» την τελευταία ημέρα της λειτουργίας του, σώζοντας με αυτόν τον τρόπο τα τελευταία ίχνη των θαμώνων και των θιασωτών του μυθικού σήμερα και φημισμένου επί δεκαετίες εστιατορίου «Ολυμπος Νάουσα» (στον αριθμό 5 της Λεωφόρου Νίκης, πρώην Βασιλέως Κωνσταντίνου), που έκλεισε οριστικά στις 24 Ιουνίου 1994 (πάνε δηλαδή κιόλας δέκα χρόνια!). Τις φωτογραφίες συνοδεύουν τρία κείμενα, καθένα σε άλλη ρότα: στο πρώτο, ο Αρις Γεωργίου εξομολογείται την προσωπική του σχέση με το «Ολυμπος Νάουσα», από τις παρυφές της παιδικής μνήμης μέχρι τις ενήλικες αναμνήσεις του· στο επόμενο, ο Σάκης Σερέφας επινοεί εικόνες από τα τελευταία πέντε λεπτά ζωής του εστιατορίου· τέλος, η Βάνα Χαραλαμπίδου συγκεντρώνει στο δικό της άρθρο πληροφορίες για το κτίριο που στέγασε το «Ολυμπος Νάουσα» και για στιγμές της ιστορίας του: ότι χτίστηκε το 1925 σε σχέδια του Ζακ Μοσσέ, για λογαριασμό του βιομήχανου Ιορδάνη Γεωργιάδη· ότι εγκαινιάστηκε το 1926 κι ότι σύντομα έγινε σημείο αναφοράς της κοσμικής ζωής και διασκέδασης της Θεσσαλονίκης· ότι η μυθολογία μας παραδίδει μερικά από τα ονόματα των επιφανών πελατών του, των Ελευθερίου Βενιζέλου, Μακαρίου, Αλέξανδρου Παπαναστασίου, Αλέξανδρου Σβώλου, Γεωργίου Παπανδρέου, Ηλία Ηλιού, Κωνσταντίνου Τσάτσου, Ευάγγελου Αβέρωφ, Κωνσταντίνου Καραμανλή αλλά και του Κεμάλ Ατατούρκ, του Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, του Τίτο και φυσικά πολλών χιλιάδων “απλών” και “ανώνυμων” κατοίκων της πόλης. Έμβλημα της “γκουρμέ” Θεσσαλονίκης Παρότι διήνυε περίοδο παρακμής όταν άρχισε να καλλιεργείται ο μύθος της “γαστριμαργικής” (γκουρμέ, στα ... αρχαία ελληνικά) Θεσσαλονίκης, το «Ολυμπος Νάουσα» υπήρξε επί εβδομήντα χρόνια σήμα κατατεθέν της πόλης, γι’ αυτό άλλωστε και επιζεί πέρα από το λειτουργικό του τέλος. Για τους Θεσσαλονικείς που μετρούν πάνω από τέσσερις δεκαετίες ζωής, οι δύο μεγάλες αίθουσές του, με τα λινά, λευκά τραπεζομάντιλα και οι άψογα ντυμένοι σερβιτόροι του με τα μαύρα παπιγιόν, συνιστούν μια σχεδόν οδυνηρή αλλά και ταυτόχρονα ελκυστική επάνοδο σε ένα παρελθόν που φαίνεται πολύ πρόσφατο αλλά και μακρινό συνάμα. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να θυμηθούμε ότι το βεληνεκές του «Ολυμπος Νάουσα», που καταγράφτηκε ως ακρογωνιαίος λίθος της αστικής γεωγραφίας της Θεσσαλονίκης, ξεπέρασε όχι μόνο τη γαστριμαργική κουλτούρα της πόλης αλλά καί τα ίδια τα τοπογραφικά της όρια. Γιατί χώροι όπως το εστιατόριο αυτό, μαζί με άλλους χώρους, όπως το ζαχαροπλαστείο «Φλόκα» στην Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας ή το «Ντορέ», στην πλατεία του Λευκού Πύργου, υπερέβαιναν τη συγκεκριμένη τους χρήση και είχαν συνδεθεί με προσωπικά βιώματα και αναμνήσεις σχετικές με την ιεροτελεστία του φαγητού ή της κοινωνικής συναναστροφής με επίκεντρο ένα γλυκό ή έναν καφέ, δηλαδή αποτέλεσαν εμβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων όπως αυτές ίσχυσαν επί δεκαετίες στον τόπο μας.
Λίγο πριν το τέλος... Ο Γεωργίου διέσωσε εικόνες από αυτό το μυθικό εστιατόριο σε δύο φάσεις. Η πρώτη τον Δεκέμβριο του 1993 και τις τελευταίες ημέρες της λειτουργίας του, τον Ιούνιο 1994, με φωτογραφίες ατμοσφαιρικές και αισθαντικές, έσχατα σήματα ζωής λίγο πριν εξαπλωθεί παντού η σιωπή και η κλεισούρα.
Η φωτογράφηση ακολουθεί μια νοερή διαδρομή, από την κεντρική είσοδο στο εσωτερικό του «Ολυμπος Νάουσα». Μεσολαβεί η σκάλα με το σιδερένιο, βαμμένο πράσινο, κάγκελο και την ξύλινη κουπαστή, που οδηγεί στον όροφο, κι αμέσως μετά οι αίθουσες εστίασης. Τα τραπέζια είναι όλα στρωμένα με τα λινά, λευκά πλην τριμμένα από τα αλλεπάλληλα πλυσίματα τραπεζομάντιλα, όμως οι πελάτες είναι μετρημένοι. Τα ίχνη της παραμέλησης του χώρου είναι εμφανή όχι μόνο στους ξεφλουδισμένους τοίχους αλλά και στην ήρεμη παραίτηση ή τη μελαγχολική αποδοχή ενός αναπόδραστου τέλους που σφραγίζει τα βλέμματα όσων είχαν απομείνει από το προσωπικό: του Γρηγόρη Αιγίδη, του Χρήστου Κουιμτζίδη, του Στέλιου Μυλωνά, του Νεοκλή Οικονομίδη, του Γιάννη Τζιότζιου και του Γιάννη Τσούρη. Στην αποτύπωση της φθοράς συμβάλλει το χρώμα των φωτογραφιών (μολονότι αν ήταν μαυρόασπρες θα κέρδιζαν, ίσως, σε “καλλιτεχνικότητα”): τα γαιώδη χρώματα, το πράσινο των επίπλων, το χλεμπονιάρικο κίτρινο φως που αναδίνουν οι απλίκες στους τοίχους δημιουργούν ένα μοναδικό εικαστικό αποτέλεσμα. Το ρημαγμένο πρόσωπο του μύθου Αλλά επειδή πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι, ο Γεωργίου επέστρεψε στο εγκαταλειμμένο πλέον «Ολυμπος Νάουσα» εννέα χρόνια μετά την πρώτη του φωτογράφηση, στις 4 Απριλίου 2003, για να αποτυπώσει το λεηλατημένο από τη φθορά και τον χρόνο, φημισμένο κάποτε, εστιατόριο: στοιβαγμένα καθίσματα «τύπου Βιέννης» και μισοκατεστραμμένα τραπέζια, κουλουριασμένες στο δάπεδο κουρτίνες, ξεφλουδισμένες από την υγρασία οροφές, ξηλωμένα πλακάκια, πεταμένα μπλοκ τιμολογίων και παραγγελιών, παλιούς καταλόγους και μενού (που, ίσως, μερικά χρόνια αργότερα θα ζητά και δεν θα βρίσκει ένα Μουσείο Ιστορίας της πόλης...)
Με το λεύκωμά του αυτό ο Αρις Γεωργίου διασώζει όχι μόνο τις τελευταίες στιγμές του γαστριμαργικού λευκοπύργου που ήταν το «Ολυμπος Νάουσα» αλλά και την ατμόσφαιρα ενός χώρου που ταυτίσθηκε με τον αστικό πολιτισμό της Θεσσαλονίκης.
|