APIΣ ΓEΩPΓIOY, ΟΛΥΜΠΟΣ-ΝΑΟΥΣΑ

APIΣ ΓEΩPΓIOY, ΟΛΥΜΠΟΣ-ΝΑΟΥΣΑ

21 Iουνίου 1994. Έγχρωμες φωτογραφίες 1993-1994 και 2003, Eκδόσεις ‘Aγρα, Aθήνα, 2003. Kείμενα: Άρις Γεωργίου, Bάνα Xαραλαμπίδου, Σάκης Σερέφας, 104 σελίδες, 24x17 εκ.

Πάνος Τζώνος

Στις 25 Νοεμβρίου παρουσιάστηκε το βιβλίο του Άρι Γεωργίου « Όλυμπος Νάουσα 21 Ιουνίου 1994» στο βιβλιοπωλείο Ιανός, παράλληλα με την έκθεση των φωτογραφιών του βιβλίου.

Το κείμενο που ακουλουθεί ήταν η δική μου συμμετοχή στην βιβλιοπαρουσίαση. Κάθε αριθμημένη ενότητα του κειμένου συνοδευόταν από την προβολή μιας ολόκληρης εικόνας ή τμήματος εικόνας από το υλικό της έκθεσης.

1. Τι είναι αυτό που μας μαγνητίζει σ’ αυτήν την εικόνα;

Το ερώτημα είναι απλό και αυθόρμητο. Δεν έχει όμως απαντηθεί, παρά τις προσπάθειες, ποτέ στην ιστορία του πολιτισμού. Μάλλον ευτυχώς.

Το να το θέτει κανείς ξανά και ξανά είναι μία από τις εκδηλώσεις της τραγικής φύσης του ανθρώπου. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η τραγική φύση του ανθρώπου προκύπτει από την αντινομία μεταξύ ανεπάρκειας στον χειρισμό του πραγματικού και απεραντοσύνης στον οραματισμό του ιδανικού. Ο άνθρωπος είναι περισσότερο από αυτό που μπορεί να κάνει. Ο άνθρωπος μπορεί να φανταστεί πράγματα τελειότερα από αυτό που ο ίδιος είναι.

2. Δοκιμάζω λοιπόν να απαντήσω στο ερώτημα: - Αυτό που με μαγνητίζει σ’ αυτήν την εικόνα είναι «το θαύμα». Υπεκφεύγω δηλαδή το υπαρξιακό μου αδιέξοδο με μια εξήγηση μέσω του ανεξήγητου.

Έστω λοιπόν, «το θαύμα». Εδώ έχω δύο επιλογές: Η μία είναι να σταματήσω σ΄ αυτήν την εξήγηση. Στην προκείμενη περίπτωση, να σας πω «κοιτάξτε την φωτογραφία, είναι θαύμα», και να τελειώσω την σημερινή μου παρουσίαση, περιμένοντας το χειροκρότημα.

Η άλλη επιλογή είναι να με κυριεύσει ο δαίμων του δυτικού ανθρώπου και να ξαναρωτήσω: Τι θαύμα, ποιο θαύμα, τι είδους θαύμα, τι είναι θαύμα.

3. Ο φωτογράφος θαυματοποιός; Αν όμως αυτό το θαύμα ήταν σαν του κοινού θαυματοποιού, θα έπαυε να μας μαγνητίζει, μόλις ο θαυματοποιός μας αποκάλυπτε το τέχνασμα.

Εδώ όμως ο θαυματοποιός, παρόλο που, πονηρός, γνωρίζει από τεχνάσματα, ούτε ο ίδιος μπορεί να εξηγήσει στον εαυτό του το θαύμα. Κι ενώ μεταχειρίζεται εδώ κι εκεί το ίδιο τέχνασμα, άλλοτε το θαύμα του βγαίνει κι άλλοτε όχι. Πρόκειται για θαύμα πραγματικό.

4. Τα πραγματικά θαύματα είναι τα τέλεια παραδείγματα για τον νόμο της Gestalt: Η ποιότητα ενός συνόλου είναι περισσότερο από το άθροισμα των ποιοτήτων των μερών του: «Βιενέζικη καρέκλα + λευκό λινό τραπεζομάντηλο των παιδικών μου χρόνων + φως απογευματινό στον πράσινο τοίχο = θαύμα». Κάθε βιενέζικη καρέκλα; Κάθε λινό τραπεζομάντηλο; Κάθε απογευματινό φως;

5. Το θαύμα παύει να είναι θαύμα, όταν δεν προκαλεί τον θαυμασμό, δηλαδή όταν δεν προκαλεί την απορία για την προέλευσή του. Η μη εξηγήσιμη προέλευση είναι το θαυματουργό στοιχείο του θαύματος.

Παρ’ όλα αυτά ο άνθρωπος, αυτοκαταστροφικός, προσπαθεί να ανιχνεύσει την προέλευση του θαύματος. Προσπαθεί να καταστρέψει το θαύμα. Τον ενοχλεί το θαύμα. Τον φοβίζει το θαύμα. Τον φοβίζει ο φόβος του. Τον μαγνητίζει ο φόβος του. Τον μαγνητίζει το θαύμα.

Το υπαρξιακό του θράσος, βάζει τον άνθρωπο να αναμετριέται με τον Μεγάλο Θαυματοποιό.

6. Κι όμως, τι να ‘ναι αυτό που με μαγνητίζει σ’ αυτήν την εικόνα;

Το θέμα, ο μύθος.

Πού πάει ο καιρός που φεύγει; Πού να πηγαίνει άραγε ο χαμένος χρόνος, για να τον βρούμε και να τον ξανακερδίσουμε;

Το πραγματικό θαύμα ξεπερνάει την ανεκδοτολογική υπενθύμιση των παιδικών μου χρόνων, όταν με τον πατέρα μου τρώγαμε τις Κυριακές στα άσπρα τραπεζομάντηλα και ακούγαμε το «μελωδικό βουητό».

Το θαύμα σε πηγαίνει πέρα από τον ερεθισμό των δακρυγόνων για την προσωπική σου μοίρα. Δεν χρειάζεται να είσαι εσύ που περπάτησες απ’ τη μεριά του Γκερμάντ, έζησες τα καλοκαίρια του Κομπραί ή δείπνησες στις κατάφωτες αίθουσες του Grand Hotel του Μπαλμπέκ.

Άσε που αυτά τα μέρη δεν υπάρχουν. Ευτυχώς, γιατί μπορεί να έμπαινες στον πειρασμό να τα επισκεφτείς. Οπότε θα έβλεπες ότι το πραματικό Μπαλμπέκ, ο μύθος του Μπαλμπέκ, είναι στις σελίδες του Προύστ. Θέλω να πω, το πραγματικό Όλυμπος Νάουσα, ο μύθος του Όλυμπος Νάουσα είναι εδώ, μπροστά μας, στις φωτογραφίες του Άρι Γεωργίου.

Κι αυτός ο μύθος μας βοηθάει να ξανακερδίσουμε τον χαμένο χρόνο, όσοι είμαστε πιστοί, για να μπορούμε να δούμε το θαύμα.

Αρκεί ο μύθος για να μας μαγνητίσει; Ο μύθος μόνος του αρκεί για το θαύμα;

Θα το φτάσω στα άκρα: Ποιος νοιάζεται, στον γνωστό πίνακα του Ρούμπενς, για τον μύθο της αρπαγής των θυγατέρων του Λευκίππου; Ο ίδιος ο μύθος είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης στον εικαστικό μαγνητισμό που ασκεί επάνω μας ο στροβιλισμός των δύο αλόγων, των δύο ηλιοκαμμένων ιππέων και των δύο ρόδινων κοριτσιών γύρω από το κέντρο του πίνακα.

7. Μήπως μας μαγνητίζει, λοιπόν, σ’ αυτές τις φωτογραφίες η εικαστική σύνθεση αυτή καθεαυτή;

Ο Kandinski είπε πολύ απλά, ότι αν παραλείψω τα άλογα, τους ιππείς και τις κοπέλες, και αποτυπώσω μόνο τον στροβιλισμό γύρω από το κέντρο του πίνακα, έχω τον ίδιο εικαστικό μαγνητισμό και μάλιστα απαλλαγμένο από τα περιττά του φορτία. Ίσως μας μαγνητίζει λοιπόν η σύνθεση.

Μια δοκιμή θα μας πείσει: Παίρνουμε έναν πίνακα του Vermeer, αφήνουμε ανέπαφη τη σύνθεση με την μαγείρισσα που χύνει το γάλα και «απλώς» βάφουμε κάτασπρο τον παλλόμενο άσπρο τοίχο πίσω από την μαγείρισσα. Πάει η μαγεία. Όπως πάει και όταν αφαιρέσουμε την ματιέρα από μία σοφή σύνθεση του Degas. Τότε θα είναι η ματιέρα… Καταλήξαμε λοιπόν να κρεμάσουμε το θαύμα στην ματιέρα.

8. Η ματιέρα. Τα ταλαιπωρημένα από τον χρόνο πράσινα της λαδομπογιάς. Το χρυσάφι του φωτός στις παλιές τουαλέτες. Η εικαστική γοητεία του τυχαίου της φθοράς. Ματιέρες στο ανάμεσα, τόσο απροσδιόριστες όσο η υποπράσινη μνήμη του πουρέ μελιτζάνας και η φθαρμένη ανάμνηση των τριμμένων χαρτονομισμάτων του λογαριασμού.

Της μελιτζάνας… του λογαριασμού…Η ματιέρα μας ξαναγύρισε στο μύθο, και είμαστε πάλι στην αρχή.

9. Τι να ’ναι λοιπόν αυτό που μας μαγνητίζει σ’ αυτές τις εικόνες;

Ο ίδιος ο Άρις λέει ότι ο φωτογράφος, δηλαδή ο ίδιος, δεν κάνει τίποτε: Όλα είναι εκεί κι αυτός απλώς τα καταγράφει.

Δεν θέλω να καβαλήσει το καλάμι ο φίλος μου ο Άρις, αλλά και ο Σέξπιρ, που δεν είχε και τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, περίπου το ίδιο θα έλεγε: -‘Όλα εκεί έξω είναι, εκεί είναι η ζωή. Εγώ δεν κάνω τίποτε άλλο από το να την ανεβάζω στην σκηνή.

Με τα παραπάνω προσπάθησα να περιγράψω, ευτυχώς ανεπιτυχώς, αυτήν την απλή αλλά και ανεξήγητη συνθήκη του θαύματος, όπου ο θαυματοποιός δεν κάνει τίποτε άλλο από το να λέει, «κοιτάξτε, έτσι είναι ο κόσμος», και όπου το κοινό μένει έκπληκτο και γοητευμένο επειδή ο άλλος απλώς του τον δείχνει.