APIΣ ΓEΩPΓIOY, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ

APIΣ ΓEΩPΓIOY, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ

Aσπρόμαυρες και Έγχρωμες φωτογραφίες. Δίγλωσσο, ελληνικά αγγλικά. Kείμενα: Γιώργος Aναστασιάδης, Στέργιος Kαράβατος, Άρις Γεωργίου. 104 σελίδες, 21Χ22. Έκδοση MΦΘ και Zήτρος. Θεσσαλονίκη, Aπρίλιος 2008.

 

Στέργιος Καράβατος
Άρις Γεωργίου. Οι φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης.

Όταν ανέλαβα την επιμέλεια της έκθεσης του Άρι Γεωργίου με φωτογραφίες από τη Θεσσαλονίκη, πέρα από ενθουσιασμό και τιμή, ένιωσα αμηχανία και ανασφάλεια μπροστά σε ένα φωτογραφικό υλικό ευρύ όσο και πολύμορφο. Ήξερα ότι είχα να αντιμετωπίσω την ανεξάντλητη φωτογραφική, και όχι μόνο, προσωπικότητα ενός ανθρώπου που διαχρονικά, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, εντάσσει την εικόνα και την ατμόσφαιρα της πόλης όπου γεννήθηκε και δραστηριοποιείται σε πολλές από τις εκφάνσεις της δημιουργικής του πορείας. Και δεν είναι λίγες. Άλλωστε, ένα από τα άμεσα συμπαραδηλούμενα στη φράση «Θεσσαλονίκη και φωτογραφία» είναι το όνομα Άρις Γεωργίου. Καθόλα δικαιολογημένο και καθόλου μονομερές, καθώς η προσωπικότητά του ευθύνεται ποικιλοτρόπως για τη ζωηρή παρουσία της φωτογραφίας στην πόλη. Δεν είναι μόνο η ίδρυση του διεθνούς φεστιβάλ Φωτογραφική Συγκυρία ή των εκδόσεων Camera Obscura, ούτε μόνο η θητεία του ως πρώτου διευθυντή του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Μέσα από τη φωτογραφική του ιδιότητα και το πολυσχιδές του έργο, η πόλη της Θεσσαλονίκης φανερώνεται, αποκαλύπτεται και προβάλλεται, σκοπίμως και παρεμπιπτόντως, πάνω σε εικόνες που με διακριτή ευχέρεια καταφέρνουν και συμβολοποιούν το χρόνο και τον τόπο. Δίπλα σε αυτά είχα να αντιμετωπίσω και τη δική μου ψυχολογική εμπλοκή. Έπρεπε δηλαδή, και πέρα από κάθε οφειλόμενο σεβασμό, να φανώ αντικειμενικός και τίμιος απέναντι σε ένα έργο που εν πολλοίς με καθόρισε στην προσωπική μου φωτογραφική πορεία.

Η πρώτη φωτογραφία του Γεωργίου που θυμάμαι να μου τραβάει την προσοχή, όχι μόνο λόγω σύνθεσης και υφής, αλλά και επειδή ταυτιζόταν απόλυτα με την αίσθησή μου για την πόλη, ήταν το φωτογραφικά τεμαχισμένο άγαλμα του Μεγαλέξανδρου με φόντο το χειμωνιάτικο ουρανό, αγριεμένο ακόμα περισσότερο από το χοντρόκοκκο φιλμ και το σκληρό κοντράστ, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής. Είναι από τον χειμώνα του ’74, όταν, φοιτητής αρχιτεκτονικής ακόμα στη Γαλλία, επισκέπτεται την πόλη κατά την περίοδο των εορτών και του καλοκαιριού και περιπλανιέται μέσα της αναζητώντας οπτικά ερεθίσματα. Τα πρώτα θέματα που τον απασχολούν είναι κυρίως οι απανταχού αλλαγές στον οικιστικό ιστό. Φωτογραφίζει, όπως και πολλοί άλλοι τότε, τα αποτελέσματα της αντιπαροχής, τους «κακούς» εργολάβους και τα έργα τους, τον ασφυκτικό μπετονένιο κλοιό γύρω από τις παλιές γειτονιές που ξέρει ότι σε λίγο δεν θα υπάρχουν. Φωτογραφίζει επίσης το άλλο «κλίμα» της Άνω Πόλης, αλλά και χαρακτηριστικά σημεία του κέντρου που μας μεταφέρουν τον αστικό πολιτισμό της εποχής. Σιγά-σιγά, η ματιά του εμποτίζεται με τις εικόνες των «μεγάλων» της φωτογραφίας, του Robert Frank, της Diane Arbus ή του Henri-Cartier Bresson. Χωρίς να χαθεί η αίσθηση του θέματος, η καταγραφή ως φωτογραφική πράξη περνά σε δεύτερη μοίρα. Η ζωή της Θεσσαλονίκης και των ανθρώπων της εικονίζεται μέσα από τα δυναμικά μονοπάτια του στιγμιότυπου. Η πόλη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 γίνεται ένα σκηνικό, μέσα στο οποίο αυτός ο επισκέπτης-κάτοικος διακρίνει, ανακαλύπτει και καταγράφει καταστάσεις. Στόχος είναι η φωτογραφικότητα· η πόλη γίνεται η αφορμή της.

Την ίδια περίοδο αρχίζει να δοκιμάζει και άλλους παράπλευρους εκφραστικούς δρόμους. Περιστασιακά χρησιμοποιεί έγχρωμο φιλμ. Αν και λιγοστές, οι πρώτες έγχρωμες φωτογραφίες του, παραμελημένες ακόμα και από τον ίδιο, δείχνουν τον δρόμο για την μετέπειτα σαφέστερη εικαστική χροιά στο φωτογραφικό του έργο. Πέρα από τη μελετημένη ισορροπία χρώματος και φόρμας, οι εικόνες εκείνες, έντονα ρεαλιστικές, παρουσιάζουν τη Θεσσαλονίκη απαλλαγμένη από το νοσταλγικό πέπλο της όποιας φιλτραρισμένης ιστορικής αναπόλησης που οι αντίστοιχες ασπρόμαυρες αδυνατούν τις περισσότερες φορές να απεκδυθούν.

Δίπλα στο δίπολο ασπρόμαυρο–χρώμα, ο Γεωργίου παραλλάσσει διαρκώς και τη φωτογραφική του ματιά. Η στιγμιοτυπική προσέγγιση, που ήδη έχει δώσει ενδιαφέροντα δείγματα κλασικής ανθρωποκεντρικής φωτογραφίας δρόμου, μπερδεύεται άνετα, σχεδόν άναρχα, με τη μετωπική και συχνά τυπολογική καταγραφή. Πιο λιτό, και λιγότερο εντυπωσιοθυρικό, το βλέμμα του Γεωργίου ωριμάζει και δημιουργεί εικόνες της πόλης με βαθύτερη προσήλωση στη μελέτη του χώρου και στον υπαινικτικό σχολιασμό. Η φωτογραφική παράθεση των δύο αντικριστών Art Nouveau εισόδων στο κέντρο της πόλης (σελ. ) αποτελεί ένα εξαίρετο παράδειγμα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Άρις Γεωργίου για πρώτη φορά θα αρχίσει μεθοδικά να φωτογραφίζει θέματα με καθορισμένο περιεχόμενο και συγκεκριμένη αισθητική. Δυο φωτογραφικές του εργασίες, που παρουσιάζονται σε αντίστοιχες εκθέσεις, θα αποτελέσουν σταθμό τόσο για τον ίδιο και την καλλιτεχνική του πορεία όσο και για την πόλη.

Πρώτη κατά σειρά «Η Παπαμάρκου και τα πέριξ» αποτελεί ένα εξαντλητικό σχεδόν πορταίτο των μαστόρων και των παραδοσιακών εργαστηρίων που βρίσκονταν, και μερικά εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμα, στην περιοχή της Πλατείας Άθωνος. Το σημαντικό για τον ίδιο είναι η εμπλοκή του με μία πιο συνειδητή διαδικασία παραγωγής εικόνων που βασίζεται κυρίως στη μελέτη και την κατάστρωση πλάνου εργασίας και ελάχιστα στην παρόρμηση, το τυχαίο και την οπτική ευαισθησία του περιπλανώμενου παρατηρητή. Το σημαντικό για την Θεσσαλονίκη είναι ότι για πρώτη φορά αποκτά πορταίτα των λεγόμενων «ανώνυμων» πολιτών της, ως αυθύπαρκτων προσωπικοτήτων και όχι απλά ως μέρους του ντεκόρ μιας επιτυχούς φωτογραφικής σύνθεσης.

Η δεύτερη φωτογραφική σειρά που παρουσιάζεται τον επόμενο χρόνο, το 1980, ονομάζεται «Χρώμα». Τα δομικά στοιχεία της πόλης, μέσα από καθαρά γεωμετρικές και σχεδόν αφαιρετικές έγχρωμες συνθέσεις, γίνονται το εργαλείο και το πρωταρχικό υλικό για τη χάραξη μιας νέας καλλιτεχνικής διαδρομής στη φωτογραφία. Το ζητούμενο εδώ είναι η εικαστικότητα· και η πολύχρονη ενασχόληση του Γεωργίου με το σχέδιο και τη ζωγραφική συμβάλλει σημαντικά στην επιδίωξή της. Η δουλειά αυτή είναι διπλά σημαντική για την Θεσσαλονίκη. Μία πρώτη φορά τότε, καθώς παρουσιαζόταν ένα έργο πρωτοποριακό για τα δεδομένα της πόλης, και μια δεύτερη σήμερα, που, με νέα ματιά, ανασύρουμε από εκείνα τα φιλμ και άλλες εικόνες πιο περιγραφικές που, αν και έμειναν εκτός έκθεσης, παρουσιάζουν μέσα από μια παρόμοια αισθητική ενδιαφέρουσες όψεις της πόλης όπου τα χρώματά της και οι μεταξύ τους σχέσεις είναι κυρίαρχα.

Στα επόμενα χρόνια ο Άρις Γεωργίου εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στην εικαστική φωτογραφία. Παράλληλα, η δράση του επεκτείνεται και πέραν του προσωπικού του έργου. Μαζί με άλλες ανήσυχες προσωπικότητες της πόλης, αλλά πολλές φορές και μόνος, θα στηρίξει και θα δημιουργήσει τα πρώτα θεσμικά πλαίσια υποδοχής και διάδοσης της φωτογραφικής τέχνης στην πόλη που γρήγορα θα περάσει δυναμικά σε ένα διεθνές πια δίκτυο φωτογραφικών αναζητήσεων. Πολύ αργότερα, ο ίδιος θα το ορίσει περήφανα ως τη δημιουργία της «φωτογραφικής σκηνής» της Θεσσαλονίκης.

Κατά την περίοδο αυτή, εικόνες της πόλης εμφανίζονται σπανιότερα μέσα στο έργο του. Η παραγωγή τους είναι σαφώς μικρότερη, εντούτοις, όμως, σποραδικές καταγραφές αποσπασματικών στιγμών καταφέρνουν να συμπυκνώσουν άμεσα τον χρόνο, τον τόπο και την βιωματική τους εμπειρία. Η έννοια της μνήμης άλλωστε, ιστορικής ή προσωπικής, και η λειτουργία της φωτογραφίας ως μέσο απομνημόνευσης είναι από την εποχή εκείνη κυρίαρχη στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Σε αυτό το πλαίσιο, καταγράφει με μικρής κλίμακας φωτογραφίσεις σημεία μέσα στην πόλη που βρίσκονται στο χρονικό μεταίχμιο μεταξύ αλλαγής και λήθης. Φωτογραφίζει έτσι το εσωτερικό της διατηρητέας πολυκατοικίας όπου στεγαζόταν το γραφείο του. Επίσης το Βασιλικό Θέατρο, δίπλα στο Λευκό Πύργο, πριν την ανακαίνισή του και το γνωστό εστιατόριο Όλυμπος-Νάουσα πριν και μετά την εγκατάλειψή του. Με ανάλογο σκεπτικό επιστρέφει στην οδό Παπαμάρκου, ενδέκα χρόνια μετά, για να κάνει τα πορτραίτα των ίδιων ανθρώπων και χώρων, έγχρωμα αυτή τη φορά, παρουσιάζοντας δίπλα στα παλιά ως δίπτυχα. Όλες οι παραπάνω σειρές και οι αντίστοιχες εκδόσεις τους αποτέλεσαν τον κορμό της σύνδεσης του φωτογραφικού έργου του Γεωργίου με την ιστορική μνήμη της πόλης.

Εδώ όμως θέλω να σταθώ σε μία προγενέστερη φωτογραφία, τραβηγμένη μπροστά από το ξακουστό κοσμοπολίτικο ξενοδοχείο Μεντιτερανέ αμέσως μετά την κατεδάφισή του. Πάνω σε αυτό το ιστορικό σύμβολο έκανα έναν ειρωνικό συνειρμό και είδα την έλλειψη της Θεσσαλονίκης σε κλασικούς μαρμάρινους ερειπιώνες με τις αρχαίες φόρμες τους ενταγμένες στο σύγχρονο περιβάλλον να αναπληρώνεται από εκείνο το εφήμερο σκηνικό που μέσω της φωτογραφίας μετατράπηκε σε εμβληματική εικόνα. Ένα έμβλημα όμως που δεν όριζε τη σύνδεση με το παρελθόν, αλλά αποτύπωνε το οριστικό τέλος μιας ολόκληρης εποχής.

Μία αξιοπρόσεκτη περιοχή στο συνολικό έργο του Άρι Γεωργίου είναι η ταξιδιωτική φωτογραφία. Διόλου τυχαία λοιπόν, ο ίδιος θεωρεί πως οι καλύτερες εικόνες που έκανε στη Θεσσαλονίκη έγιναν την περίοδο που έμενε στο εξωτερικό ή έστω και στο διάστημα από την επιστροφή του, το 1978, μέχρι και την πιο έντονη εμπλοκή του στην επαγγελματική καθημερινότητα της πόλης, στις αρχές του ‘80. Χωρίς να συμφωνώ απόλυτα, καταλαβαίνω πως η παραπάνω κρίση πατάει στους «φυσικούς» και αναπόδραστους κανόνες της αστικής ζωής. Μετά από ένα σημείο μοιραία ο χρόνος κυλάει αλλιώς. Όπως και ο τόπος δεν «δίνει» πια άλλες εικόνες ή τουλάχιστον δεν καταφέρνει να σε κάνει να νιώσεις την ίδια ένταση στο κάλεσμά του για περιπλάνηση. Κάπου-κάπου χρειάζεται μια καινούργια αφορμή.

Διανύοντας ήδη την τρίτη δεκαετία ενεργούς φωτογραφικής δημιουργίας, ο Γεωργίου ανακαλύπτει ένα νέο μέσο-βοηθό για να δει την πόλη με φρέσκια ματιά. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, πειραματίζεται με μικρές πανοραμικές μηχανές μιας χρήσης. Επιλογή αρχικά για τη φωτογράφιση συγκεκριμένων θεμάτων, το μακρόστενο φορμά αποδεικνύεται ταιριαστό για έναν νέο κύκλο καταγραφής του δημόσιου χώρου. Ο νατουραλισμός της πανοραμικής όρασης και του χρώματος, μέσα από την εμπειρία και την εξασκημένη φωτογραφική σύνθεση, οδηγεί στη δημιουργία απλών όσο και υπερρεαλιστικών σχεδόν εικόνων που αποκαλύπτουν ξανά σημεία της πόλης. Το κόκκινο «Ντάτσουν» πάνω στην παλιά παραλία ελάχιστα φωτογραφικά κοινά έχει με την προγενέστερη κατά δυο δεκαετίες φωτογραφία του αγάλματος του Μεγαλέξανδρου. Νοηματικά όμως συμπυκνώνουν μαζί μια ολόκληρη πορεία του αστικού μας πολιτισμού και των φανερών ή αφανών τους συμβόλων.

Ο Άρις Γεωργίου, τα τελευταία κυρίως χρόνια, καταφεύγει στο αρχείο του και μπαίνει στο πειρασμό να αναδιατάσσει, κατηγοριοποιώντας διαφορετικά, τις φωτογραφίες του. Φιλτράρει το διάσπαρτο ανά τους χρόνους και τις συγκυρίες έργο ανασύροντας εικόνες και ταξινομώντας τες σε νέα σύνολα, με μόνο κοινό τους γνώρισμα πολλές φορές το θέμα και πρωτίστως το νόημά του. Δεν μπορώ να διακρίνω ξεκάθαρα αν η αρχική πρόθεση πίσω από τη συγκέντρωση και τη συνακόλουθη παράθεση εικόνων από τη Θεσσαλονίκη υπαγορεύτηκε από μια αντίστοιχη ανάγκη ή αν η συναισθηματικότητα ενός Σαλονικιού φωτογράφου, που ξανακοιτά την πόλη του μέσα από τη δική του παρελθούσα ματιά, ήταν η κυρίαρχη. Μπορεί και τα δύο. Αφήνοντας κατά μέρος τέτοιες ψυχολογικές αναζητήσεις, η έκθεση αυτή πραγματοποιείται σε μία αξιοζήλευτη χρονικά συγκυρία· έρχεται τριάντα χρόνια μετά την πρώτη ατομική έκθεση του Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη και είκοσι χρόνια μετά τη διοργάνωση της πρώτης Φωτογραφικής Συγκυρίας από τον ίδιο. Αυτό και μόνο αξίζει για να το γιορτάσει.