Umm Qais, 28 octobre 2003

Umm Qais, 28 octobre 2003, σελ 77-78, Πανδώρα / περιοδική έκδοση λογοτεχνίας, τεύχος 23, Αθήνα 2008.

Ένας ήλιος φιλοπαίγμων, ενίοτε επιθετικός, άλλοτε πάλι άτολμος στο κρυφτό που παίζει με αντίπαλους τα ογκώδη πλην όχι ιδιαιτέρως πειστικά σύννεφα, συμπαρατάσσεται με τις ριπές ανέμου για να συμμετάσχει στο “μικροκλίμα”, όπως λένε, αυτού του οροπεδίου του ιορδανικού βορρά και να με υποδεχθεί στο Ουμ-Καϊς.

Ανέκαθεν υπήρξα αμήχανος απέναντι σε έννοιες όπως “πνευματικότητα” και “υπερβατικότητα”. Δεν θά ’ταν συνεπώς μέσα από το δικό τους πρίσμα που θα αποδεχόμουν να με διαπεράσει το αίσθημα που αυτός ο τόπος υποτίθεται πως προορίζεται να εμπνέει. Πραγματιστική λοιπόν υποθέτω πως θα είναι η πρώτη μου προσέγγιση. Με τη συναίσθηση, κατά συνέπεια, της χαρτογραφικής γεωμετρίας αυτής της περιοχής της Γής.

Επί ιορδανικού εδάφους, όρθιος πάνω στις πέτρες του δαπέδου της παλαιοχριστιανικής Βασιλικής, αγναντεύω. Αγνοώ τον λοιπό χώρο και, με το βλέμμα στα βορειο-δυτικά, αναζητώ υποσυνείδητα το σημείο που θα αντιστοιχούσε στην τομή τριών ευθειών. Των διχοτόμων αντιστοίχως επιφανειών απείρως πιο αχανών από την καθεαυτή απεικόνισή εκάστης επί χάρτου. Εκείνες αντιθέτως, δηλαδή οι εν λόγω εκτάσεις, βρίσκονται χειροπιαστές εδώ μπροστά μου. Ουδόλως επίπεδες και τυπωμένες η καθεμία τους σε ενιαία απόχρωση για να ξεχωρίζουν οι τρεις επικράτειες, αλλά ενιαίες στην πράξη, ήπιες, λοφώδεις, ποικιλόμορφες, φωτισμένες ή σκιερές, κιτρινωπές από την αποξηραμένη βλάστηση, ωχρές από την αφθονία πέτρας ή κατάστικτες από το λαδοπράσινο των ελαιοδένδρων και των αυτοφυών θαμνοειδών. Εκτείνουν με κομψότητα το τυχαίο τους ανάγλυφο από τούτον εδώ τον λόφο ακριβώς απέναντί μου, τον Νότο του αυτού τούτου του συριακού Γκολάν, μέχρι πέρα μακριά στη Δύση όπου, για τα καλά μέσα στο Ισραήλ, κείται ασάλευτη και λαμπυρίζουσα η Θάλασσα της Γαλιλαίας. Διασταύρωση.

Τομή γραμμών που πρέπει πράγματι νά ’ναι κάπου εκεί μέσα στο πεδίο της όρασής μου. Από κάθε πλευρά και μια εκδοχή της Ιστορίας.

Εκδοχές της Ιστορίας, δρόμοι της ίδιας θρησκείας, πτυχές του ίδιου πολιτισμού, μετεξελίξεις ακόμη και της ίδιας γλώσσας. Συνιστώσες η κάθε μια τους, μιας συνισταμένης που έχει καταλήξει -προς στιγμήν ίσως- να υπαγορεύει μια γεωμετρία. Την πολιτική γεωγραφία. Τα σύνορα ωστόσο παραμένουν αόρατα.

Το βλέμμα μου υποχωρεί. Και από εκείνον τον τριεθνή ορίζοντα σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων, αναδιπλώνεται και πειθαρχεί σε μία σάρωση περιορισμένης ακτίνας. Επανακάμπτει περί τα όρια των πέριξ ερειπίων και επιχειρεί να κατανοήσει. Έστω, να υποψιαστεί.

Θωπεύει εν σιγή τις πέτρες, πηδάει από κολώνα σε κολώνα, από βάθρο σε κιονόκρανο, εφάπτεται στο μάρμαρο, τον ασβεστόλιθο, τον βασάλτη, σκαλώνει στις προεξοχές και στις υφές, έρπει στις χαράξεις και στις φεύγουσες, αναρριχάται στους σωρούς και στις τοιχοποιϊες, χασομερά επιτοπίως, επανεκκινεί, διαλογίζεται παθητικά, καθηλώνεται μαγνητισμένο, συνεχίζει, χάνεται απλανές. Το ήπιο αεράκι και οι εναλλαγές του φωτός που αποδρά από τη μάζα των σύννεφων τού συντηρούν ένα ρυθμό αργό και ράθυμο, σχεδόν ονειροπόλο. Αλλά και ευάλωττο. Διαλανθάνουν τότε απρόσκλητα, ανάμεσα στις αρχές της πραγματιστικής του πρόθεσης, παράσιτα ύποπτα και διαβρωτικά.

Νά ’ναι άραγε τα “πνεύματα” αναστημένων ζηλωτών, εκτοπλάσματα μήπως, που επιμένουν να στοιχειώνουν τον τόπο; Που βάλθηκαν να με αναγκάσουν να παρεκκλίνω από τα ορθολογιστικά μου αντανακλαστικά; Μέσα σε μιαν αχλύ που παρεισφρέει και εγκαθίσταται αθέατη από άλλα όμματα, μήπως μόλις και διακρίνονται φιγούρες ερεβώδεις αλλά διάφανες που αιωρούνται ανεπαίσθητα ανάμεσα στους διαβρωμένους λίθους της εκκλησίας; Οι ψυχές ίσως των πρώτων χριστιανών, τοποτηρητών τότε αυτού του τόπου που παρέλαβαν, στοιχειών του τόπου που παρέδωσαν; Και που πεισμώνουν ίσως να θυμίζουν με κάθε ευκαιρία, μ’ αυτήν εδώ μάλιστα τώρα, πως τα ερείπια, τα τόσο υπερτιμημένα στην εποχή μας, δεν θα μπορούσαν να έχουν την αξία τους χωρίς αυτές, χωρίς το πνεύμα που τα ενδημούσε τότε;

Πραγματιστής, ορθολογιστής –το πιστεύω ακόμη άραγε;- ή δέσμιος μιας δύναμης αλλότριας και υπερβατικής, πέρα από κάθε ιδία αντίσταση; Σίγουρα πάντως μαγεμένος, κινητοποιούμαι για να φωτογραφήσω. Τα ερείπια. Και τα πνεύματα. Νά ’τα λοιπόν, ανάμεσα στα απομεινάρια της Βασιλικής του Ουμ-Καϊς, φαίνονται πλέον πεντακάθαρα.

5 Μαρτίου 2004