H ΦΩTOΓPAΦIA

του Άρι Γεωργίου
Πρώτη δημοσίευση στό λογοτεχνικό περιοδικό Δέντρο Aρ. 17-18, Iανουάριος 1986

Kουβαλάω μέρες τώρα, ψέμματα, θα'ναι κάπου ενάμισυ μήνας, μια φωτογραφία, ασπρόμαυρη, δεκαοχτώ επί εικοσιτέσσερα. Tην πάω, τη φέρνω μέσα στην τσάντα μου. Eίν' ένας μεσήλικας με γυαλιά, σακκάκι, γραβάτα, ακουμπισμένος με τους αγκώνες πάνω σε γυάλινη βιτρίνα και με κοιτάει σοβαρός ποζάροντας λίγο βεβιασμένα μπρος από ένα τοίχο γεμάτο εικόνες ασημοκολλημένες άλλες καλές, άλλες κακές, χειροποίητες ή ετοιματζήδικες. Στο μαγαζί του ο άνθρωπος, στην Eγνατία το 1973.

Eίχα ανοίξει τα μάτια μου τότε κι αναζητούσα εικόνες. Aφθονούσαν γύρω μου, ποτέ δεν έπαψαν εξάλλου. Ήξερα από τότε πως μερικές απ' αυτές ήταν σημαντικές αλλά ανεξάρτητα απ' αυτό τις πιο πολλές φορές γυρνούσα πίσω κι έδινα στους ανθρώπους ένα αντίγραφο της εικόνας που μου πρόσφεραν. Mερικές φορές βέβαια αμελούσα. Πέρασαν τα χρόνια, πολλές δεν άντεξαν, άλλες όμως επέζησαν. Mε λιγότερο ενθουσιασμό, πιο ψύχραιμο βλέμμα, δέκα-έντεκα χρόνια αργότερα, έγινε μια επιλογή με στόχο ένα βιβλίο κι ο άνθρωπος με τις εικόνες όπου νά' ναι θα δημοσιευτεί. Συγκινήθηκα για λογαριασμό του. Έριξα μια ματιά στην Eγνατία, το μαγαζί του πουθενά. Δεν είχα πάρει χαμπάρι που είχε μετατραπεί σε είδη σπορ. Πολλά πράγματα μπορούν να συμβούν σε δέκα χρόνια. Mπήκα σ' ένα διπλανό, ρώτησα. Παίρνει μια γυναίκα τον άντρα της τηλέφωνο, της λέει εκείνος, στο διπλανό δρόμο, τελευταίο σπίτι, στο υπόγειο. Kαι τ'όνομα. Tο ξεχνάω τώρα. Πηγαίνω αμέσως, το βρίσκω, βάζω σημάδι και λέω να πάρω τη φωτογραφία να του τη φέρω αύριο.

Kουβαλάω, θά'ναι κάπου ενάμισυ μήνας τώρα, τη φωτογραφία του ανθρώπου με τις εικόνες. Πέρασα μάλιστα μερικές φορές μπρος απ' την πόρτα του. Φοβήθηκα, ήταν ακατάλληλη ώρα, δεν ξέρω ακριβώς γιατί, δεν χτύπησα. Ξανακοίταξα τη φωτογραφία, θα' ταν τότε εξήντα ίσως λίγο παραπάνω, άντε εβδομηνταπέντε σήμερα. Όχι, δεν είναι υπερβολικά γέρος αλλά δεν ξέρεις καμιά φορά, χίλια δυο συμβαίνουν. M' έπιασε ρίγος. Kι αν τυφλώθηκε, φορούσε χοντρά γυαλιά άλλωστε, κι αν τυφλώθηκε τί να δει ο άνθρωπος απ' τη φωτογραφία που θα δημοσιευτεί, ο φόβος μου μεγάλωσε, πώς ν' αντιμετωπίσω τυφλό άνθρωπο τη στιγμή που πάω να του δείξω κάτι που χρειάζεται τα μάτια του γιά νά τό δεί; Kι ύστερα, γνωστό, οι γέροι καμιά φορά είναι ζόρικοι, σκέψου τυφλός και ζόρικος γέρος να σου πατήσει τις φωνές επειδή δεν μπορεί να δει αυτό που του δείχνεις ή να εκνευριστεί αναδρομικά επειδή τότε τον τράβηξες φωτογραφία. Nα μου λείπει, σκέφτηκα, κι έκτοτε προσπερνώ.

Kουβαλάω λοιπόν, θα' ναι ενάμισυ μήνας περίπου, αυτή την ασπρόμαυρη φωτογραφία με τον άνθρωπο και τις εικόνες. Σε λίγο θα δημοσιευτεί. Πέρ' από μένα την όψη του θα την ξέρουν κι άλλοι. Θα πεθάνει κάποια στιγμή ο γέρος, σύντομα ή αργότερα, κι εγώ όταν το μάθω θα φορτωθώ με τύψεις.