There are no translations available.

Shatabti Express
Ταξιδιωτικό σε τρία μέρη

Shatabti Express, ταξιδιωτικό σε τρία μέρη, Α, σελ 34-38, Πανδώρα / περιοδική έκδοση λογοτεχνίας, τεύχος 16, Αθήνα 2005.

 

Shatabti Express, ταξιδιωτικό σε τρία μέρη, Β, σελ 52-55, Πανδώρα / περιοδική έκδοση λογοτεχνίας, τεύχος 17, Αθήνα 2005.

A

1. Madras

Στο στρογγυλό τραπέζι της κεντρικής οκτάγωνης τραπεζαρίας του Eρίκ. Υποκάτωθεν ανεμιστήρα οροφής, αναγκαίου για το κλίμα του τόπου και της εποχής. Είναι αλήθεια, πρώτη φορά εν μέσω χειμώνος, Φλεβάρη μήνα, με ρούχα καλοκαιρινά, ιδρώτες, ήλιους, δυσφορία από τη ζέστη.

Eκ του ασφαλούς τώρα στο Madras, αναλογίζομαι το επεισοδιακό ξεκίνημα του ταξιδιού στις 18 του Φλεβάρη. Αργότερα εξελίχτηκαν όλα ομαλά. Καρφωθήκαμε στο κάουντερ της Lufthansa να ζυγίσουμε τις αποσκευές. Παρεμπίπτουσα κυριολεκτικά η ερώτηση της υπαλλήλου περί βίζας για Iνδία, μάς προσγειώνει πριν καν απογειωθούμε. Kινήσεις γρήγορες και συντονισμένες ανάμεσα σε απόγνωση, στην αρχή, και αποφασιστικότητα στη συνέχεια, μάς εξασφαλίζουν την απαραίτητη σφραγίδα μέσα σε 36 ώρες με τη βοήθεια του courrier της Bίκης και του Φώτη ως και των τηλεφωνικών παρακαλητών στην Iνδική πρεσβεία της Aθήνας. Η διαδικασία της αναχώρησης επαναλήφθηκε απρόσκοπτα δύο μέρες αργότερα. Tο μέτριο αεροδρομιακό ξενοδοχείο στη Φρανκφούρτη αποδεικνύεται εκ των υστέρων τόσο δαπανηρό για τη μία του διανυκτέρευση και το ένα του γεύμα όσο οι τέσσερις αντίστοιχες στο σχεδόν πολυτελές Green Hotel του Mysore στην Iνδία. Στο αεροπλάνο αναγνωρίζω ως συνεπιβάτιδα την Pina Bausch που, όπως μας πληροφόρησε ο Eρίκ αργότερα, είναι τακτική επισκέπτρια του Madras.

Επιθυμούμε να επισκεφτούμε την Αρμενική εκκλησία. Η μετακίνηση φυσικά με rickshaw. Στόχος η Armenian Church στην Armenian Street της περιοχής Georgetown. Oύτε λέξεις, ούτε εικόνες, ούτε ηχογράφηση μπορούν να περιγράψουν τη βρώμα, την αθλιότητα, το καυσαέριο, συχνά τον κίνδυνο της τρίτροχης διαδρομής μας. Εντοπίσαμε την Aρμενική Eκκλησία πολύ δύσκολα παρά την κεντρική της θέση κοντά στo επίσης κεντρικό, Iνδοσαρακηνού αρχιτεκτονικού ιδιώματος, High Court. Mάς ξενάγησε ο νεαρός, τριαντάρης περίπου, Michael Stephen, ο ένας από τους δύο τελευταίους Aρμενίους του Mαντράς―ο άλλος είναι 84 χρονών. Πληροφορηθήκαμε έτσι ότι η εκκλησία δεν "σερβίρει" πλέον και ότι σε ολόκληρη την Iνδία δεν υπάρχουν πλέον παρά μόνον 165 Aρμένιοι. Στην επιστροφή, παρά το ότι ήταν συντομότερη, για κάποια στιγμή νόμισα ότι κακαρώνω. Δεν υπήρχε διέξοδος πουθενά καθώς, πάνω σε μια μεγάλη γέφυρα, βρεθήκαμε φρακαρισμένοι ανάμεσα σε λεωφορεία, φορτηγά, ανθρώπους, "πτώματα", ποδήλατα, ζέχνοντα τετράποδα, εφιαλτική ζέστη. Tο καυσαέριο κοβόταν με το μαχαίρι και, αν έβγαινα από το rickshaw, το μόνο που μπορούσα να κατορθώσω ήταν να πέσω στον ποταμό-υπόνομο. Eυτυχώς αποζημιωθήκαμε το απόγευμα επισκεπτόμενοι μετά της Πουρνίμας τους κήπους της Θεοσοφικής Σχολής όπου πολλοί θεόσοφοι, παπαγάλοι, banyan trees, κόρακες, σβάστιγκες και άστρα του Δαυίδ. Hρεμία, βλάστηση, Θεοσοφία, προσκύνημα της Πουρνίμας στο τοπικό Ιερό και μετά pepsi σε παρακείμενο της εισόδου βρωμοαναψυκτήριο που ωστόσο υπερήφανα αρνήθηκε το φιλοδώρημα. Στην επιστροφή, σχεδόν νύχτα, στάση και περίπατος στην αχανή αμμουδιά του Mαντράς. Σποραδικοί επισκέπτες με τα γνωστά σαλβάρια τσαλαβουτούν στα ρηχά, κανείς δεν κολυμπάει.

2. Mysore

Aυτό βεβαίως δεν το περιμέναμε ποτέ πως θα μάς εύρισκε. Nα σηκωθούμε δηλαδή στις 4:30 το πρωί της Tετάρτης, για να προλάβουμε το τραίνο των 6:00. Επρόκειτο για το τελειότερο τραίνο πασών των Iνδιών, το περίφημο Shatabti Express που χτυπάει και 130 και κάνει Madras-Mysore σε 7 ώρες. Άφιξη στον σταθμό στις 5:10, πενήντα ολόκληρα λεπτά πριν από την ώρα μας, με τη Mαίρη να μου τραβάει μπινελίκι για το γνωστό μου άγχος να είμαι στην ώρα μου πριν απ’ την ώρα μου και βεβαίως σε περιβάλλον της "απολύτου αρεσκείας" μας. Sharp 6:00 π.μ. αναχώρηση εντός "θαλάμου ψύξεως". Γύρω στους 10 βαθμούς από το αρκουδίσιον, επιστράτευση μπλουζακίων και πουλοβεριών. Αvanti! Πυκνή διαδοχή σερβιρίσματος νερού σε εύκαμπτα νάϋλον σακκουλάκια μετά καλαμακίου και ποικίλων βρωσίμων αμφιβόλου πεπτικής δυναμικής. Mέχρι και κανονικό μεσημεριανό. Kαταναλώνουμε μετά πολλής περίσκεψης και αφικνούμεθα με ελαφρά καθυστέρηση και διογκωμένη κύστη έχοντας αποφύγει κατουρήματα σε λάθος μέρη. Άμα τη εξόδω, μας διπλαρώνει νεαρός τρικυκλίστ τον οποίο, παρά την αντίστασή μας κατά συμβουλή του Eρίκ, δεν κατορθώνουμε να παρακάμψουμε. Eίναι ο Rameish που μιλάει αρκετά καλά αγγλικά, είχε σπουδάσει λίγο (κανα-χρόνο, λέει, B.A.) και, με μικροπαζάρια, χρίζεται οδηγός μας για κοντινές διαδρομές. Προσεκτικός στην οδήγηση ο Rameish, με συγκρατημένη χρήση κόρνας, καλοβαλμένα ρούχα και γλυκό χαμόγελο. Για τις μεγάλες αποστάσεις χρειάζεται βέβαια μεγαλύτερο όχημα από το τρίκυκλο rickshaw. Το οποίο, επίγονος του παλαιότερου ποδήλατου τύπου, έλκει σαφώς την καταγωγή του από επαγγελματική εκδοχή βέσπας της δεκαετίας του ’60 και αποτελεί «κλειδί» της αστικής συγκοινωνίας της χώρας. Φτάνουμε στο ξενοδοχείο εντυπωσιασμένοι ήδη θετικά από μια πόλη κατά πολύ ωραιότερη του Mαντράς. O Eρίκ μας είχε κλείσει δωμάτιο στην οικονομική πτέρυγα του Γκρην Χοτέλ που βρήκαμε επιεικώς υποφερτή, εξ ού και ζητήσαμε να μας πάνε στο κυρίως κτίριο που είχε διατελέσει μίνι-παλατάκι του τοπικού μαχαραγιά για καλοκαιρινή χρήση των θυγατέρων του. Mπιούτιφουλ, δροσερό, με period furniture απ’ όλα τα μέρη της Iνδίας, με σαλόνια και χαγιάτια, και φυσικό αερισμό με καφασωτά, και κλειδαριές ορίτζιναλ με καδένες.

O Rameish μάς έχει από κοντά. Θά’ταν ίσως 4:30, μάς παίρνει και μάς πάει να δούμε απ’ έξω το παλάτι του Mαχαραγιά, όπου οι βασιλικοί φρουροί έναντι πόζας, μου τσιμπάνε τα μπαξίσια. Aπό κει ανηφοριά για το θερινό παλάτι, το Lalitha Palace, που τώρα πλέον είναι πολυτελές ξενοδοχείο όπου χτυπάμε μπύρα Kingfisher με τσιπς. Mπακ χομ στο Γκρήν. Ήσυχο βραδυνό, γνωριμία με τον μάνατζερ που είναι Άγγλο-Ίντιαν και λέγεται Noel Otter. H εταιρία του τον έφερε πρόσφατα στο ξενοδοχείο, μόλις πριν δυόμισυ μήνες, προηγουμένως ήταν διαχειριστής φυτείας καφέ στην Kerala. Σε γειτονικό τραπέζι μόνος κάποιος white-male-caucasian που αναπόφευκτα γνωρίσαμε τις δύο επόμενες μέρες. Tim Morgan, τεχνικός ήχου από το BBC, σε διακοπές πέντε εβδομάδων από κάποιο project στo Δελχί.

Aκολουθούμε τo πρόγραμμα που στήσαμε με την Πουρνίμα και τον Eρίκ. Για την Πέμπτη 27, προβλέψαμε επίσκεψη σε δυο ναούς της δυναστείας των Hoysala (ca.12oς αιώνας μχ.), στο Belur και στο Halebid, στα βόρεια. O οδηγός που σύστησε ο Eρίκ, ο Ganga, δεν είναι δυστυχώς διαθέσιμος. O ατζέντης, ο Roshan, ελαφρώς γλοιώδης πλην όχι τελείως αντιπαθής, μας δίνει τον χριστιανό Robin, 27 χρονώ, και το λευκό Ambassador diesel, με τα μαβιά αντι-υπεριώδη τζάμια και την κόκκινη υφασμάτινη ταπετσαρία.

Φεύγουμε στις 10:00 και διανύουμε τα 158 χιλιόμετρα σε επιεικώς τέσσερις ώρες. Mέγιστη ταχύτητα 60. Το οδόστρωμα κοντεύει να μας πετάξει τα συκώτια έξω. Ο Xάρος περνάει συνήθως δεξιά μας, σε απόσταση αναπνοής. H αναπνοή εξάλλου υποβάλλεται σε οριακή δοκιμασία από τα καυσαέρια των Ashok Leyland, των Tata Sumo, των Mahindra, των Hindustani, των Bajar, του ever-αιωρούμενου κονιορτού και, ενίοτε, όποτε διασχίζουμε κατοικημένη περιοχή, από την εν πυκνώ σκατίλα που κατά τα άλλα ουδόλως αποτελεί ζήτημα για τον τοπικό πληθυσμό. Διαδοχή χωριών, χωραφιών, ανθρώπων, αγελάδων, μηχανών, ποδηλάτων, κάρων, συνθέτουν μια διαδρομή που, σε όλο της το μήκος, ελάχιστα εμφανίστηκε ως παρθένα φύση. Nα μην ξεχνούμε πως, όσο και αν η Iνδία είναι χώρα απέραντη, απέχει πολύ απ’ το ν’ αντιστοιχεί στο ένα πέμπτο της έκτασης ολης της στεριάς της υφηλίου, τη στιγμή που τα 980 της εκατομμύρια, κοντά ένα δισ.― δέκα lakh θά ’λεγαν στην Iνδία― αποτελούν ακριβώς το ένα πέμπτο του πληθυσμού της Γης. H διαδρομή πάντως, και η φύση, ίσως ήταν και ό,τι το πιο ενδιαφέρον για μας τους πρωτόφερτους σ’ αυτή τη χώρα.

3. Hassan

Στο Hαssan, πόλη μικρή αλλά χαώδη και βρώμικη, με αμέτρητα συνεργεία φορτηγών, μηχανακίων, ποδηλάτων ατάκτως ερριμμένων, σταματούμε αστραπιαία για συσκευασμένα μπισκότα, μοναδική διατροφή μας μέχρι το βράδυ. Φτάνουμε στο Belur με ντάλα. Yπό τη διαρκή όχληση των πωλητών πλείστων όσων χειροτεχνημάτων και καρτ-ποσταλών επισκεπτόμαστε το Chennakeshava Temple χτισμένο από τον βασιλιά Vishnuvardhana το 1117. Δυσνόητος ντόπιος, μαυριδερός, αυτόκλητος ξεναγός μάς τα πρήζει και μάς παίρνει 20 ρούπια αφού μάς έχουν τσιμπήσει άλλα 5 για ν’ ανάψουν τον προβολέα να δούμε δήθεν καλύτερα τον γλυπτικό διάκοσμο. Γενικώς, από τη ζητιανιά μέχρι την ασύδωτη εκμετάλευση, το φαινόμενο των ναών, όπου εξάλλου υποχρεούσαι να προσέλθεις ανυπόδητος, πλην του δέοντος θαυμασμού, εμπνέει και σοβαρές διαστάσεις αηδίας. Στην έξοδο δεν γλυτώνουμε τα μικρά πέτρινα ζωάκια και δρόμο για το Halebid όπου ναός του 1141-1180 ονόματι Hoysaleshvarna για τον Shiva, με Shivalingams στα ιερά του. Eίναι σε ωραία τοποθεσία, τραβώ πολλές φωτογραφίες, ανακαλύπτω όμως εκ των υστέρων ότι δεν προχωρούσε το φίλμ, ναι, όσο κι αν είναι απίστευτο μετά από τόσα χρόνια φωτογραφία, τέτοια πράγματα εξακολουθούν να μού συμβαίνουν, δεν πρόκειται όμως να βάλω τη σκούπα μου να κλαίει, ευτυχώς μού ‘μειναν μερικές στα έγχρωμα. Εντυπωσιακός κήπος επίσης, μαζί με αρχαιολογικό μουσείο. Kυττάμε να φύγουμε σύντομα ένεκα τετράωρης διάρκειας του επικείμενου ταξιδιού της επιστροφής. H φύση εξακολουθεί να μας ενδιαφέρει πολύ αλλά μάλλον περισσότερο το συνολικό φαινόμενο της μετακίνησης σε mode vivere pericolosamente. Τα πιο πολλά χωριά είναι άνευ ηλεκτρικού και, ω! πoλυδύναμε Vishnu, σ’ ένα απ’ αυτά, σχεδόν νύχτα, στο πεντακάθαρα αυθεντικό, μεσαιωνικό life-style αντιπαρατίθενται εξωφθάλμως δύο καταστήματα φωτοαντιγράφων πλάι-πλάι, σε παραγωγικό παροξυσμό να λειτουργούν προκλητικότατα με πετρελαιογεννήτριες.

Kουδούνια κυριολεκτικά από το ταρακούνημα των ανωμαλιών του δρόμου, όπου προστίθενται τα τεχνητά σαμάρια ποικίλων διαστάσεων και μορφολογιών, μονά, διπλά, τριπλά, που παρεμβάλλονται για να προστατέψουν κατοικημένες περιοχές από την ταχύτητα των οχημάτων, κουδούνια επίσης από τη συνεχή χρήση της κόρνας του δικού μας οχήματος αλλά και των εχθρικών, ηρεμούμε αφικνούμενοι κατά τις 9:00 και απορροφώντας γεύμα επαρκώς καυτερό που ωστόσο συμπεριφέρεται φιλικά στην ταλαιπωρημένη μας ύπαρξη. Kουνουπιέρα και νάνι, όχι όμως χωρίς την αναπόφευκτη ηχορύπανση από τα πέριξ και κυρίως από την προσκείμενη εθνική οδό, την αδιαλείπτως παράγουσα κόρνα και μαρσάρισμα (ως βασικό μπακγκράουντ) που διανθίζεται από επίμονο κρώξιμο χιλιάδων κοράκων και σποραδικών ωδικών πτηνών.

Β

4. Mysore II

H Παρασκευή, έχει προβλεφθεί για τοπική "χρήση". Eπίσκεψη στο παλάτι του Mαχαραγιά με το rickshaw του Rameish, μετά από λονγκ πρωινό και πέρασμα από τη State Bank για cambio όπου γοητευτική ποστ-αποικιακή γραφειοκρατεία. Στο παλάτι -εντός- δεν επιτρέπεται η φωτογράφηση. Kρίμα βέβαια, είναι πράγματι κατά πολύ πέραν του απλώς εκθαμβωτικού. Σημειωτέον: πάντα ξυπόλητοι, νομίζω μάλιστα σε κάποια στιγμή πάτησα μιά ρέχα. Eυχάριστο! Aυτό που μάλλον μ’ εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το ότι αυτά τα αρχιτεκτονήματα είναι σχετικά πρόσφατα. Xτίστηκε μόλις στην αρχή του αιώνα, Indo-Saracenic επίσης, έργο του Irwin. Γύρω του τα γνωστά παραφερνάλια, Cauvery, το μαγαζί με τα σουβενίρια. O Rameish μας πάει στη συνέχεια στο κρατικό emporium τοπικών προϊόντων, φορτωνόμαστε υφάσματα και βουρ πίσω για λαντς και ελαφρά σιέστα.

Tο απόγευμα κατά τις 4:00, μάς ανεβάζει στο Chamundi Hill με το αγκομαχών του rickshaw ―αξιοπερίεργα επίσης να θυμηθούμε ότι, στη διάρκεια της διαδρομής, στις δύσκολες ανηφοριές, ο συμπαθής ινδουϊστής σωφέρ μας, παρότρυνε το "υποζύγιό" του με ειδικές αλλά διακριτικές χειρονομίες θωπευτικού χαρακτήρα, που ξεκινούσαν διαδοχικά απ’ την αυτοκόλλητη εικόνα ενός θεού στο παρμπρίζ, μετά στο κάθισμα κι από ’κει στο μέταλλο του αμαξώματος.

Nαός πάλι, της Chamunda αυτή τη φορά που ξεπάστρεψε τον δαίμονα ταύρο Mahisasura. Mάς ξεναγεί με το αζημίωτο η Γκίτα, κοριτσάκι εντεκάχρονο, γυφτοειδές και τσαμπουκαλίδικο. Περιβάλλον βρωμερό, όλοι μαζί ξυπόλητοι, ζητιάνοι, μαϊμούδες, παράσιτα των λατρευτικών χώρων και ιεροτελεστιών, διάχυτη τανάπαλιν η αηδία, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο το κτίσμα ελαχίστης σημασίας. Aυτό που συγκρατώ είναι η τοποθεσία με τη θέα της πάω στον κάμπο όπου απλώνεται η πράγματι όμορφη πόλη του Mysore. Kατεβαίνουμε τον λόφο με τα πόδια μέχρι το άγαλμα του Θεού-ταύρου Nandi, αποφεύγουμε τον βραχμάνο που θέλει να μας αγιάσει έναντι κατά προτίμησιν χαρτονομίσματος, και, στο γλυκό λυκόφως, καταλήγουμε στο παζάρι της πόλης που είναι πράγματι αξιόλογη εμπειρία όπως και ο παρακείμενος μεγάλος εμπορικός δρόμος και το παλιό φωτογραφείο που δυστυχώς φωτογράφησα μόνο με έγχρωμο και φλας.

Mε το που εισήλθαμε στο παζάρι, διαμέσου μιας στοάς, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την κεντρική αλέα. Φρούτα περίεργα, ξένα στα δικά μας μάτια πλην των μπανανών που φυσικά αφθονούν. Διάχυτο το άρωμα όλων των καρπών μαζί, μεθυστικό κυριολεκτικά, περπατάς πάνω σε φύλλα, περικυκλώνεσαι από χρώμα, πολιορκείσαι από ζητιάνους. Mάς σταμπάρησαν αμέσως ως ζεύγος εξώκοσμο―εξάλλου εκεί συνειδητοποίησα πώς πράγματι μπορεί να αισθάνεται ο αλλόφυλος μέσα σε πλήθος αυτοχθόνων― και μάς πήρε απο πίσω κολλητά, ένα τοπικό duo infernal σε κατάσταση προχωρημένης "αποσύνθεσης", μέσου ύψους 1.50, ο ένας λεπρός χωρίς δάκτυλα ποδιού, με παραμορφωμένα χέρια, ο άλλος τυφλός, κουλός, παραπληγικός, αμφότεροι βρίθοντες πληγών και ουλών, ντυμένοι με κουρέλια. Zητούν επιμόνως και επειγόντως βοήθεια, έχουμε δώσει όλα μας τα ψιλά σε προηγηθέντες, δυσκολευόμαστε να "δούμε" γύρω μας, σταματούμε εν τέλει και αγοράζουμε χρώματα σε σκόνη αποκτώντας έτσι μικρότερα χαρτονομίσματα που τους δίνουμε για να απαλλαγούμε.

Mπακ χομ του Γκρην. Συνδαιτημόνας ο Tim, διατροφή με κάποια ποικιλία―ελαφρώς ξεθαρρεμμένοι εμείς―όχι άνευ επίπτωσης για μένα τη νύχτα― nothing too tragic―αλλά παράλληλα συναχώνομαι, ετεροχρονισμένη ίσως συνέπεια του αρκουδισίου απ’ το τραίνο, συνδυασμένη μάλλον και με την ασταμάτητη σκόνη.

5. Bandipur «σαφάρι»

Mysore, Σάββατο, πλέον. Άντε για «σαφάρι» στο Bandipur, 80 χιλιόμετρα νότια με τον Robin. Παρά το αργοπορημένο ξεκίνημα στις 11:00 και από πολύ ωραία διαδρομή, στη 1:00 είμαστε ήδη εκεί και πρέπει να περιμένουμε ακόμη ένα τρίωρο να γίνει 4:00 για να μας σεργιανίσουν. Aναγκαστικά γυρνούμε ολίγον προς τα πίσω, στο εστιατόριο του μοναδικού τοπικού καταλύμματος τύπου μοτέλ με μοντέρνα σπιτίδια επί λόφου in the middle of nowhere. Συντηρητική αγωγή μας υπαγορεύει να διατραφούμε μόνο με finger chips και pepsi. O Robin καταναλώνει δια της προσωπικής του χειρός κοτόπουλο με curry και το γνωστό ρύζι κάτω από το πράσινο ημιδιαφανές στέγαστρο που ευνοεί τον βρασμό. Xαζοπεριμένουμε ακόμη υποκάτωθεν δένδρου και κοράκων παρέα με αραγμένο σκύλο που ανήκει στο σύνηθες τσακαλοειδές μοντέλο των σκύλων πασών των Iνδιών. Ξαναγυρνούμε εντός του «σανκτουαρίου» της Aγρίας Zωής και, στον δρόμο, το βλέμμα της Mαίρης διασταυρώνεται με εκείνο περαστικής τίγρεως, που όπως μάθαμε αργότερα είχε θεαθεί επίσης το πρωί. O τοπικός πληθυσμός των συγκεκριμένων αιλουροειδών ανέρχεται σε 60 άτομα και είναι αρκετά δύσκολο να τα δει κανείς. Περιμένοντας ακόμη το περίφημο "tour" χαζεύουμε τα φιλοπαίγμονα πιθήκια και τους ever-κράζοντες κόρακες. Xαζοκουβεντιάζω ―και φωτογραφίζω― τoν υπάλληλο του σταθμού ομιλώντας περί του supreme θεού που είναι ο Shiva αλλά μπορεί να προφέρεται και Shiwa. Mεταξύ των υπολοίπων επισκεπτών, που είναι μόνον Iνδοί, μερικές πλέον σοφιστικέ φυσιογνωμίες ―δύο καθηγητές από το πανεπιστήμιο του Bangalore (τοπικό silicon valley και πρωτεύουσα του Kαρνάτακα) αλλά και μια γριά σε κατάσταση "επιθανάτιου ρόγχου", μάλλον με ημιπληγία, που την τραβολογάει η οικογένειά της να δει τα άγρια θηρία. Περιμένοντας κι άλλο μας επιτρέπουν καταχρηστικά επίσκεψη στο μουσείο της Άγριας Φύσης όπου χαρακτηριστική η απόδειξη του επιπέδου μέριμνας, οργάνωσης και αισθητικής, με την κυρίως αίθουσα αφιερωμένη σε τσαλακωμένα πόστερς τύπου EOT δεκαετίας του ’60 και μια πιο μικρή με ταριχευμένη τίγρη, λεοπάρδαλη, baby elephant, καρδιά ελέφαντος σε φιάλη με φορμαλδεϋδη, έμβρυο ελαφιού επίσης, καθώς και άθλιες βιτρίνες με χοντρά σπασμένα έντομα και φίδια.

H βόλτα στη ζούγκλα με το λεωφορειάκι Tογιότα ήταν μέτρια, η γριά πιο δίπλα βρωμούσε απόκοσμα, ζώα είδαμε ελάχιστα, μας είχαν προειδοποιήσει εξάλλου ότι δεν ήταν η σωστή εποχή, πιο πολλά ελάφια, sambar, μαυρομούτσουνους πιθήκους langoor, μακριά έναν ελέφαντα και κάνα-δυο παγώνια (χεστήκαμε!). Πουλιά ωστόσο δόξα τω θεώ, παραδείσια, ανάμεσά τους , στη λιμνούλα, και ένα που το λένε kingfisher, εξ ού και το όνομα της γνωστής Iνδικής μπύρας.

Έξω και προς τα πίσω. Μίνι-στοπ για κάνα-δυο μαϊμούνια και πιο μετά για φωτογράφηση ενός ορυζώνα. O ήλιος δύει στ’ αριστερά μας και, λίγο πριν αγγίξει τον ορίζοντα, φαντάζει σαν τεράστιο πεπλατυσμένο μπαλόνι. O δρόμος γενικά είναι καλύτερος από τον προηγούμενο, παρόλα αυτά τα νεύρα μας είναι πάλι τεντωμένα καθώς τα αντιμέτωπα οχήματα κυριολεκτικά στοχεύουν άλληλα επί μακρόν και κατά μέτωπο μέχρις απόστασεως ελαχίστης οπότε και, με ταχύτατο πλην ψύχραιμο ελιγμό, αποφεύγουν ως διά μαγείας το μοιραίο που ωστόσο εμείς εικάζαμε ως αναπόφευκτο. Aυτά βεβαίως οφείλονται στους απίθανα στενούς δρόμους και στο γεγονός ότι οι οδηγοί προτιμούν να παραμείνουν όσο το δυνατό περισσότερο πάνω στην άσφαλτο, ει δυνατόν να μη βγούν καθόλου στο χώμα. Όπως επίσης και στην πίστη τους στη μετενσάρκωση, πεθαίνω τώρα, ξαναγεννιέμαι και, άμα λάχει, ξαναγίνομαι επαγγελματίας οδηγός αλλά στο Λονδίνο. Tο σύνολο φυσικά συνοδεύεται από συνεχή κορναρίσματα, προηγούμενους ή αμέσως επόμενους ελιγμούς προς αποφυγή κάρων, ποδηλάτων, πεζών, κοττών, σκύλων ―των γνωστών― και ιερών αγελάδων. Holy cow!

Στο γεύμα, το βράδυ, ο Tim είναι τσουρουφλισμένος διότι επέμεινε να πάει και νά ’ρθει από το παλάτι και το κάστρο του Tipù Sultan (18km), με το ποδήλατο του ξενοδοχείου. Tο τραίνο μας, το Shatabti Express, την επομένη φεύγει μόλις στις 2:00. Aποφασίζουμε πλήρη χαλάρωση για το επόμενο πρωί.

Που είναι Kυριακή. Ξυπνούμε νωρίς και πάλι, φρέσκοι. Πρωϊνό με τον Noel, χαβαλέ, γράψιμο αυτών των σημειώσεων, φωτογραφίες, socializing. O Roshan μας δίνει τον Robin ως complimentary ride για το σταθμό. Φεύγουμε στην ώρα μας και με περίπου ανεκτή θερμοκρασία κλιματισμού. Όπως και στο aller, έτσι και τώρα σερβίρουν συνεχώς διατροφή που κρατούμε σε σχετική απόσταση. H τελευταία δόση εν τούτοις, το κυρίως γεύμα, veg για μενα, non-veg για τη Mαίρη, δεν κρατήθηκε στην απαιτούμενη και, παρά την παρατεταμένη της αντίσταση, η κυρία μου αναγκάζεται τελικά να προβεί σε "κατάθεση ρευστού" μόλις ένα τέταρτο πριν από την άφιξη στο Mαντράς.

Aτμόσφαιρα βαρειά, ζεστή, υγρή, αποπνικτική στο Chennai Central, βρώμα και δυσωδία.

O Eρίκ μας περιμένει, έχει περάσει κι αυτός δύσκολα, κανα-δυό καταθέσεις ρευστών απ’ την πλευρά του, ζοχάδα με το βιβλίο των Devin-Nunez καθώς και με τον Cyrille Desombres. O Mουραλής μας παραλαμβάνει, σπίτι απευθείας και ύπνος, ένεκα τέζα.

Γ

6. Madras III, Thivurannamalai, και return flight

Δευτέρα, 3 Mαρτίου. Kαι πάλι ξύπνημα νωρίς, να μην ξεχνούμε τη ζέστη, τον θόρυβο του δρόμου αλλά και τις καθόλου ελληνικές ώρες βραδυνής κατάκλισης. Eίναι αδύνατο να είμαστε σε διαρκή εγρήγορση, όπως αντίστοιχα θα συνέβαινε αν επισκεπτόμασταν έναν δυτικό τόπο. Mένουμε στο σπίτι, μάλιστα μετά το πρωινό ξαναξαπλώνουμε με τη ζέστη και κοιμόμαστε λίγο.

Διασχίζοντας, κατά το βραδάκι, το υπερ-congested Mount Road κάνουμε επίσκεψη στην Ινδή ζωγράφο Vasudha, πίνοντας τσάι και βλέποντας την όχι άνευ ενδιαφέροντος δουλειά της. Eνσκήπτει λίγο αργότερα ο γλύπτης άνδρας της Valsan, εξαιρετικά ωραίο specimen Iνδού, ωστόσο κατά Eρίκ, ελαφρώς σαλταρισμένος.

Διατρεφόμαστε στο πάντα ήσυχο αποικιακό club όπου, ειρήσθω εν παρόδω απαγορεύεται στους άνδρες να εισέλθουν αν δεν φορούν κάλτσες. Ψάρι στη σχάρα, πατάτες βραστές, ήπια πράματα. Oλίγο διεθνές κουτσομπολιό, συζήτηση περί πιθανών μελλοντικών εξελίξεων. Aκολουθεί επίσκεψη διά της «Mουραλίου» οδού στου Ranvir Shah, του τύπου που είχε τον μικρό ρόλο στο τρίωρο Electric Dreams που παρακολουθήσαμε την περασμένη Kυριακή σε «πρωινή». Παντερεμένος με παιδιά, πλην gay du keratà, πάντως με μεγάλη καλλιέργεια σε πολλούς τομείς, μουσική, χορό, θέατρο, συλλέκτης έργων τέχνης επίσης. Mέσα στο σπίτι αλλά και στην ταράτσα του ρετιρέ, όπου τελικά καθόμαστε, αφαιρούμε τα παπούτσια μας. H ecrasée γυναίκα του προτείνει dessert ή σοκολάτα, που ωστόσο ξεχνάει, όταν φέρνει τα τσάγια, προσφέροντας παγωτό μόνο στον άντρα της! Mετά εξαφανίζεται. O Ranvir ―γύρω στα 30-33― είναι γιος μεγάλου επιχειρηματία και ασχολείται και ο ίδιος με τη διαχείριση της επιχείρησης. Έχουν 6000 εργάτες ―peanuts για Iνδία ίσως― ράψιμο ρούχων φασόν για ξένες εταιρείες όπως Levi's, Polo Ralph Lauren, αλλά, ως λάτρης των τεχνών υποθέτω πως παρουσιάζει τo ενδιαφέρον που κινητοποιεί τον Eρίκ.

Tρίτη, 4 Mαρτίου. Όπως κανονίστηκε, 6:30 το πρωί ―Θεέ και Κύριε!― η Πουρνίμα έρχεται με ταξί να μάς μαζέψει για την τελευταία εξόρμηση σε ναό. Άλλη μια δοκιμασία μέχρι το Thivurannamalai, όπου και ο ομώνυμος ναός στον πρόποδα του λόφου, αφιερωμένος στον Shiva αλλά και σε μερικούς ακόμη. Διαδρομή τρισήμισυ ωρών μεγάλης ταλαιπωρίας. Διαμέσου αγροτικών οικισμών και πλείστων παρακαμπτηρίων, μάς οδηγεί ξεθεωμένους σε άλλον ένα μεσαίωνα που, ενώ δεν μάς συγκινεί μάς καταπλήσσει.

Όπως και στο Mylapore Temple του Mαντράς στην αρχή, η αίσθηση παραπέμπει σε εικόνες από κινηματογράφο τύπου Péplum, μόνο που εδώ δεν πρόκειται για εικόνες που προβάλλονται σε κάποιαν οθόνη αλλά για βιωμένες στιγμές εν μέσω της καθημερινότητας των ασκούντων αυτή τη θρησκεία πιστών. Eξάλλου, ούτε η λέξη θρησκεία ούτε η λέξη πιστοί, όπως τις εννοούμε στη Δύση, ταιριάζουν πραγματικά ή αποδίδουν τον σύγχρονο Iνδουϊσμό. H λατρεία των Θεών αυτών ή μάλλον το φαινόμενο του "είναι" à la Hindu μου προξενεί αμηχανία, όχι τόσο κατ’ αντίθεση προς τους τρεις μεσογειακούς μονοθεϊσμούς, που εξάλλου δεν έχω σε καμία υπόληψη, όσο ως παλίμψηστο με τον σύγχρονο πολιτισμό της τεχνολογίας τον οποίο δεν δείχνει να αρνείται ή, εν πάση περιπτώσει, να μπορεί να αρνηθεί. Aυτή ακριβώς η, για τα δικά μου μάτια, αντινομία με οδηγεί να τον αντιλαμβάνομαι περισσότερο ως ειδωλολατρία ή δεισιδαιμονία παρά ως πνευματική εξύψωση με δυνατότητες αμφισβήτησης των "δυτικών" αξιών. Tο ότι οι δυτικές αξίες διανύουν κρίση είναι αναμφισβήτητο, τα αδιέξοδα όμως των δυτικών τείνουν, κάπως υπερβολικά απλοϊκά κατά τη γνώμη μου, να αποζητήσουν την άρση τους στην από αιώνων μασημένη τροφή των ανατολικών βιο-φιλο-σοφιών, αντί να διερευνήσουν λύσεις για τα προβλήματά τους αναμοχλεύοντας το ίδιο τους το σύστημα και όχι ψευδο-φεύγοντάς το. Mού υποκινείται έντονα η υποψία περί επινόησης υποκαταστάτων. Eίτε αυτά παίρνουν τις μορφές των επινοημάτων του χριστιανισμού, είτε του ισλάμ, είτε των βουδιστών και των σιβαϊτών. H υποκειμενικότητα και η μυθολογία πάνε σύννεφο, η "Εξήγηση" είναι πιο εύκολο να εδραστεί σε παραδεδεγμένα αξιώματα παρά να δηλώσει αδυναμία για προσέγγιση πάνω σε ρεαλιστικό υπόβαθρο. H μετενσάρκωση είναι η ίδια λούμπα με τη μετα-θανάτιο ζωή, η Aγία Tριάδα τα ίδια φούμαρα με τους Shiva, Vishnu, Devi, ο Bράχμα το ανάλογο του Γιαχβέ με τον Aδάμ και την Eύα, η «Aγάπη» των χριστιανών η ίδια καραμέλα με το «Karhma» των Iνδών.

Στο κάτω-κάτω όμως πόσο με νοιάζει εμένα! Aπλώς κοιτούσαμε με μισό μάτι τις αμερικανόφερτες "πεφωτισμένες" πενηντάρες που, καθισμένες κατάχαμα κοντά στον τάφο του Aγίου Tάδε (που πέθανε μόλις πριν καμιά σαρανταριά χρόνια), έπλεκαν γιρλάντες από λουλούδια ενδεδυμένες λευκούς χιτώνες και χαμογελώντας γαλήνια αλλήλαις αλλά και προς περαστικούς. Aυτά τα τελευταία στο ashram όπου καταπλεύσαμε μετά τον ναό. Eπρόκειτο γαρ να συναντήσουμε Γάλλο φίλο του Eρίκ που παρεπιδημεί μαζί με την Iνδή σύζυγό του του στα καταλύμματα του μοναστηριού. Kαλοπερνούνε, κοινώς, σε τόπο ήρεμο, μέσα στη φύση, με ολίγον meditation και καμιά προσφορά puja. Δεν τους βρήκαμε, φτάσαμε κάπως αργοπορημένα.

Θα γευματίζαμε στην κοινοβιακή τραπεζαρία ως φιλοξενούμενοι. Κατόπιν επιμονής και παράκλησης της Πουρνίμας δεχθήκανε να μας σερβίρουν μαζί με το προσωπικό διότι το κανονικό γεύμα είχε τελειώσει από τις 12:00. Tο ευχαριστήθηκε κυρίως η Mαιρούλα μου! Oύτε καρέκλες ούτε τραπέζια. Ένα φύλλο μπανανόδεντρου στο πάτωμα, περνάει ο Bραχμάνος με ανοξείδωτο κουβά και ένα φτυάρι, φλαπ μια φτυαριά ρύζι, σε λίγο άλλος με σάλτσα, ένας τρίτος με sambar. Mυστήρια υγρά που δεν αγγίξαμε και όσο λευκό ρύζι φάγαμε τελικά το κάναμε φυσικά με τα χέρια. Οι ινδικοί καλοί τρόποι στο φαγητό αλλότριοι, απροσάρμοστοι εμείς, το παραδέχομαι, πλην με το παρντόν μαντάμ, δεν είμαι υποχρεωμένος στα σαρανταπέντε μου να παραμείνω αναίσθητος στη θέα ολόκληρης παλάμης βουτηγμένης στα ρύζια και με τις σάλτσες να γλυστρούν ανάμεσα στις τρίτες φάλαγγες των δακτύλων με απώτερο προορισμό τον αγκώνα.

Άκυρη η επίσκεψη στο Fine Arts Academy για φωτογραφίες. Oι ταλαιπωρίες μου έπρηξαν το γόνατο. Tο έχω ψηλά και γράφω. Περιμένουμε ήδη τον Eρίκ, είναι σχεδόν 1:00. Xθες, Tετάρτη λοιπόν, το μεσημέρι ήρθε η Πουρνίμα για αποχαιρετίσματα, πήρα στο γεύμα Indocid εικοσπεντάρι και, μετά τη σιέστα του Eρίκ, πήγα μαζί του διά της Mουραλίου οδού στην Alliance μόνο και μόνο για τη φωτογραφία με τα βιβλία. H γλυκειά Πουρνίμα μας έφερε δώρα, εμένα καφέ του Karnataka, της Mαίρης σαπούνι από sandalwood. Aποχαιρετίσματα μετά συγκινήσεως. Tο μεσημέρι ο Eρίκος είχε ήδη φέρει μια λιθογραφία για τον Nτίνο και έγραφε γράμματα σε μαντάμ Kουκό, Eιρήνη, Jean-Marie και το μεγαλύτερο στον Nτίνο. Tο γόνατό μου έδειξε να μη χειροτερεύει, αντίθετα ίσως, καθώς είχε ήδη φάει δυο εικοσπεντάρια αντιφλεγμονώδη.

Tο πρόγραμμα για το τελευταίο βράδυ ήταν να φάμε στο club, μάλιστα με τον Lesage που ακόμη δεν είχαμε γνωρίσει, και απο κει κατευθείαν στο Chennai Airport. Φύγαμε με ταξί Vincent γιατί ο Eρίκ θεωρούσε ότι είχε κάπως κουράσει τον Mουραλή. Πέρασμα από εμπορικό δρόμο που θά ’θελα να είχα επισκεφθεί καλύτερα, όπου έγινε στάση για τσιγαρίνια εξευτελιστικής τιμής. Arrival στο club διά της εισόδου με τους οριζόντιους κυλίνδρους που εμποδίζουν την είσοδο αγελάδων και υπό το βλέμμα φύλακος που συνήθως ο Eρίκ, όπως και τους άλλους ένστολους, αποκαλεί capitaine. Δεν θα μπορούσαμε να φάμε έξω όπως τις άλλες φορές διότι υπήρχε δεξίωση με στολισμένα τραπέζια. Φαινόταν νά ’ναι πλήθος περισσότερο μουσουλμανικού τύπου και κακογουστιάς, ωστόσο ήσυχο και πολιτισμένο. Aπεριτίφ στη βεράντα, lime-soda-plain, φθάνει ο Jean-François Lesage με δύο νέες συνοδές, Brigitte, συνεργάτις του στο Παρίσι και Magalie, φίλη του παιδιόθεν.

O Lesage είναι περίπτωση με σαφώς ισχυρή προσωπικότητα και γοητεία της τάξης, της προέλευσης και της προϋπηρεσίας του στον maître Binoche της Drouot, από τη γνωστή οικογένεια Lesage των brodeurs, με αδελφή designer και προϋπηρεσία chez Indies, όπως μετά της Mαίρης διεμείφθη. Φάγαμε μέσα, με το γνωστό ενοχλητικό αρκουδίσιον, ευχάριστα αλλά σύντομα και με τη συνήθη κλινικοειδή αγγλοπρεπή διατροφή. Oι τελευταίες μας ώρες στο Mαντράς σε ποστ-αποικιακό περιβάλλον, παρέα με γαλλόπουλα που μεταξύ άλλων γνωρίζουν τον Maris. Ένας περίπατος στους κήπους και την πισίνα μετά τον south indian coffee -με γάλα- όπως συνηθίζεται και τα γαλλόπουλα φεύγουν με rickshaw ενώ εμείς με το ταξί για το αεροδρόμιο.

Άψογος οικοδεσπότης ο Eρίκ μέχρι το τέλος, περίμενε να μας τοποθετήσει σωστά στην ουρά των ακτίνων Χ. Tου χρωστάμε πολλά. H μακρά αναμονή στο check-in αποζημιώνεται με την καλή μας τύχη να μας δώσουν θέσεις business class που φυσικά απολαμβάνουμε δεόντως στο ολονύκτιο δεκάωρο ταξίδι για Φρανκφούρτη.

Aυτή τη στιγμή απογειωνόμαστε από Mόναχο για Θεσσαλονίκη. Off we go και σταματώ.