APIΣ ΓEΩPΓIOY, ΟΛΥΜΠΟΣ-ΝΑΟΥΣΑ

APIΣ ΓEΩPΓIOY, ΟΛΥΜΠΟΣ-ΝΑΟΥΣΑ

21 Iουνίου 1994. Έγχρωμες φωτογραφίες 1993-1994 και 2003, Eκδόσεις ‘Aγρα, Aθήνα, 2003. Kείμενα: Άρις Γεωργίου, Bάνα Xαραλαμπίδου, Σάκης Σερέφας, 104 σελίδες, 24x17 εκ.

Άρις Γεωργίου

Όλυμπος Νάουσα, 21 Ιουνίου 1994

Αναδιφώντας τις θολές αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας αναζητώ την παλαιότερη από το το Όλυμπος Νάουσα. Προσπαθώ να ξεχωρίσω αν είναι ακραιφνώς δική μου ή απόηχος οικογενειακών διηγήσεων. Διακρίνω αμυδρά τον παππού μου τον Νίκο, δεν είμαι σίγουρος για τη γιαγιά, ούτε καν για τους γονείς μου, ενώ θυμάμαι να μη φτάνω σε ύψος το τραπέζι με το άσπρο τραπεζομάντηλο, ένα από τα αμέτρητα, στα τότε μάτια μου, μέσα στον αχανή χώρο. Η ανάμνηση συνδυάζεται με εκείνη της, διά της καταχρηστικής παρότρυνσης του παππού, πρώτης γεύσης της μπύρας, αν και συγχέεται με την εξίσου απαγορευμένη –για το ακατάλληλο της ηλικίας μου– γευσιγνωσία στο επίσης παλιό παραλιακό ρεστωράν “Ο Στρατής”. Τα οικογενειακά γεύματα στο Όλυμπος Νάουσα ήταν πάντως σπάνια και συνδυασμένα με εξαιρετικές περιστάσεις. Το συγκεκριμένο εστιατόριο αντιπροσώπευε την έννοια της “εορταστικής εξόδου” σε μια εποχή όπου οι επιλογές ήταν μετρημένες στα δάκτυλα.

Πιο χειροπιαστή είναι η ανάμνηση που συνδεόταν με μιαν άλλη συνήθεια. Οι γονείς ενός καλού μας φίλου και συμμαθητή, μία φορά τον χρόνο, χωρίς νομίζω άλλη ειδική αφορμή, όπως ας πούμε κάποια γενέθλια ή ονομαστική εορτή, μας συγκέντρωναν τη μικρή ομάδα της παρέας του Ντίνου και, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του μας “έβγαζαν” στο Όλυμπος Νάουσα και μάλιστα βράδυ. To έθιμο διατηρήθηκε περίπου από την πέμπτη δημοτικού μέχρι την τρίτη γυμνασίου και το μακρύ τραπέζι που μας περίμενε ήταν συνήθως στρωμένο στον χώρο του αιθρίου, στο πίσω μέρος της δεξιάς αίθουσας, ενίοτε δε στο πατάρι. Tα χρόνια που ακολούθησαν, οι παιδικές αυτές συνεστιάσεις καταχωνιάστηκαν σε έρημες στοές της μνήμης εν αναμονή της τωρινής ανάσυρσης. Σε συνδυασμό με την εφηβική μας ηλικία, το να φάμε στο Όλυμπος Νάουσα απομακρύνθηκε από τον ορίζοντά μας το πιθανότερο ως “ντεμοντέ” εκδοχή ψυχαγωγίας.

Οι επιστροφές μου στη Θεσσαλονίκη τα καλοκαίρια των φοιτητικών μου διακοπών κατά τη δεκαετία του ’70 οδηγούν τα βήματά μου κοντά στο, περίεργο για εκείνη την εποχή, εστιατόριο και αρχίζω να το αντιλαμβάνομαι ως χώρο με μιαν ανυποψίαστη πολιτιστική ή πολιτισμική φόρτιση. Ξανανακαλύπτοντας την πόλη και ανακαλύπτοντας τη φωτογραφία διεισδύω διστακτικά μετά από τόσα χρόνια και το φωτογραφίζω σημειακά και ασύντακτα· χωρίς να εμβαθύνω. Το ξαναβρίσκω όμως τη δεκαετία του ’80 ως ενήλιξ θαμών, όταν εκείνο έχει εισέλθει πλέον για τα καλά στην περίοδο της οριστικής του παρακμής. H ατμόσφαιρα που το χαρακτήριζε πια αντανακλούσε περισσότερο ένα μίγμα μεταξύ του αξιοθέατου –λόγω κοσμοπολίτικου κατάλοιπου– για τους νεότερους και της απαρέγκλιτης αντανακλαστικής συνήθειας για τα περιποιημένα γραΐδια και τους ευυπόληπτους αστούς εν αποσύρσει. Κατ’επανάληψη αποκαρδιωμένος από τις “σωτήριες” υπέρ διατήρησης και ανακύκλωσης επεμβάσεις, συνειδητοποιώ σιγά-σιγά πως η φθορά και η βαθμιαία εγκατάλειψη εγκαθίστανται προοδευτικά εντός μου ως χαρακτηριστικά αυθεντικότητας υψηλών απαιτήσεων. Εισπράττω και αναλώνω ηδονικά το αίσθημα που αποπνέει ο χώρος σε αυτή του την ύστερη περίοδο έχοντας συναίσθηση ότι μόλις και την πρόλαβα. Επιστρέφω με κάθε ευκαιρία και με κάθε εξωθεσσαλονίκειο επισκέπτη μου για να μοιραστεί μαζί μου, έστω καθ’ υπόδειξη, αυτή την αύρα του οικείου που διαπερνά το μόλις ακόμη εν ζωή “μνημείο”. Ζούμε μαζί τα τελευταία του. Και αναγνωρίζοντας εκεί πάντα τον Παναγιώτη, τον Νεοκλή, τον Γρηγόρη, τον Στέλιο, τον Γιάννη, τον Μιχάλη, τις κινήσεις, τους βηματισμούς, τη φρασεολγία τους, την εν αναμονή ακινησία τους μέσα στο φθίνον σκηνικό της καριέρας τους, τάσσομαι ανεπιφύλακτα υπέρ της άνευ όρων και τεχνητών παρεμβάσεων φυσιολογικής γήρανσης. Της μέχρι πλήρους κατάρρευσης ζώντων και μη οργανισμών φυσικής φθοράς. Tην επέλαση της οποίας ακόμη και η μνήμη εις μάτην επιχειρεί να παρεμποδίσει.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής τού Όλυμπος Νάουσα συνήθισα να προσκαλώ σε γεύμα των γενεθλίων μου τους συνεργάτες του γραφείου μου. Συμμετείχα έτσι εκών άκων σε ένα θνησιγενές κίνημα αντίστασης. Όπως και άλλες φορές ωστόσο η επίγνωση του επικρεμάμμενου τέλους είχε πάρει διαστάσεις απειλής. Μοναδικό υποκατάστατο των επικίνδυνων για μένα πιθανών παρεμβάσεων συντήρησης, η φωτογραφία, αμφιβόλου διάρκειας και αποτελεσματικότητας κι αυτή εξάλλου. Τον Δεκέμβριο του 1993 και άλλη μια φορά, τον Ιούνιο του 1994, τρεις μόλις μέρες πριν το Όλυμπος Νάουσα διακόψει αμετάκλητα τη σχέση του με τον κόσμο, υπέκλεψα κάποιες εικόνες της λοίσθιας ζωής του.

17.03.2003

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Στις 4 Aπριλίου 2003, διασκελίζοντας το κούφωμα με το σπασμένο κρύσταλλο που φαίνεται αριστερά εκ των έσω, φωτογράφησα το σύνολο των χώρων του κτιρίου σε όλους του τους ορόφους.

Διαπίστωσα ότι όλοι οι χώροι του πίσω μέρους, δηλαδή ό,τι αντιστοιχούσε στην κουζίνα τις τουαλέτες και τις αποθήκες δεν υφίσταται πλέον και πως αποκαταστάθηκε με ψευδότοιχο το άνοιγμα που επέτρεπε την πρόσβαση εκεί. O ακάλυπτος πλέον χώρος του οικοπέδου είναι ορατός εκ των άνω από τα παράθυρα των ορόφων και, στην άθλια κατάσταση που βρίσκεται, επιτρέπει να δει κανείς ίχνη από τα τότε δάπεδα χυτών πλακιδίων, ξηλωμένα μεταλλικά κουφώματα, εγκαταλελειμμένα τραπέζια του εστιατορίου. O χώρος που ήταν κάποτε το πατάρι του εστιατορίου, όπου ανέβαινες από τη σκάλα έναντι του τότε ταμείου είχε τα τελεταία χρόνια μετατραπεί σε αποθήκη και αποδυτήρια του προσωπικού. Σε εξαθλιωμένη κατάσταση σωροί από υλικό, όπως μπλοκ τιμολογίων και παραγγελλιών, κουρτίνες, λογιστικά βιβλία, παλιοί κατάλογοι και μενού, αποξηλωμένα φωτιστικά κείτονται άτακτα, βδελυρά και δύσοσμα, ποτισμένα από την επαφή τους με την κατά καιρούς φιλοξενία αστέγων που μάλλον στο μεταξύ εκδιώχθηκαν.

16.04.2003