ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

1.
Μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες αποχής, το 2008 ξανάπιασα τα πινέλα και τα υλικά. Ήταν ζήτημα ανάγκης για τη χειρόνακτα πράξη. Η οθόνη και το πληκτρολόγιο, παλιότερα κιόλας η φωτογραφική μηχανή και ο μεγεθυντής, είχαν σταδιακά αδρανοποιήσει τη σχέση της όρασης με τα μυϊκά αντανακλαστικά, είχαν παρεμποδίσει την προέκταση του νου διά της χειρός.

Η ηλικία επέτρεψε νηφαλιότητα. Η ωριμότητα επέτρεψε έλεγχο της παρορμητικότητας. Η πείρα επέτρεψε την απόσταση. Και η τελευταία την αμφιβολία.

Επί δύο χρόνια, ζωγραφίζοντας, παρατηρούσα τη μετάλλαξη της παλέττας μέρα με τη μέρα. Αναρωτιόμουν, μισοκλείνοντας τα μάτια, πού ήταν η ζωγραφική, στο πριν ή στο μετά, στο εμπρόθετο ή στο τυχαίο. Φωτογράφιζα παράλληλα τις μεταλλάξεις. Κάθε φορά το “πάρεργο” έδινε τη θέση του στον διάδοχό του ενώ παράλληλα, πιο δίπλα, συσσωρεύονταν τα “έργα”.
Αμήχανος κοιτάω τώρα τα φωτογραφήματα. Της ζωγραφικής που δεν είναι.

2.
Φωτογραφίες της ζωγραφικής;
Ή μιας ζωγραφικής;
Πολλές φωτογραφίες, καμιά ζωγραφική.
Και φωτογραφίες και ζωγραφική.

Φωτογραφίες της μη ζωγραφικής.

Φωτογραφίες υπαρκτές.
Ανύπαρκτης μη ζωγραφικής.
Προς στιγμήν εν τούτοις υπαρκτής.
Στην υπηρεσία μιας ζωγραφικής.

Ενός φωτογράφου.
Άλλοτε ζωγράφου.
Και πάλι φωτογράφου.

Έργο ή πάρεργο;
Έτερον εκάτερον. Ή και αμφότερα.
Μάλλον ωστόσο ουδέν.

3.
Θούλη Μισιρλόγλου, Ιστορικος της Τέχνης
Ο τόπος του εγκλήματος και το ένταλμα έρευνας
Εlementary, my dear Watson, elementary…

 

Θα συνεχίσω –ως ντετέκτιβ- τις ερωτήσεις και τις καταφάσεις της προηγούμενης σελίδας, που ίσως σκοπίμως –θα εξηγηθώ στη συνέχεια- δεν υπογράφονται:

Τα έργα του παρόντος καταλόγου, που καλό θα ήταν να τον διατρέξετε προτού διαβάσετε ο,τιδήποτε, είναι χρονολογημένες φωτογραφίες του εφήμερου ίχνους χρωμάτων πάνω σε μία, εξαφανισμένη σήμερα, παλέτα. Με άλλα λόγια, οι εικόνες που βλέπετε είναι οι όψεις μιας παλέτας που χρησιμοποίησε ο φωτογράφος ενόσω ζωγράφιζε.

Είναι, λοιπόν, φωτογραφίες ζωγραφικών υπολειμμάτων;

Φωτογραφίες της διαδικασίας μιας ζωγραφικής προσθαφαίρεσης ή ενός ζωγραφικού παλίμψηστου; Με αισθητική αυτονομία ή όχι;

Ίσως πάλι πρόκειται για φωτογραφίες ενός φωτογραφικού πειράματος. Ή μήπως ενός ζωγραφικού πειράματος; Μήπως είναι τελικά ζωγραφική, η οποία έγινε, δολίως και αποκλειστικά, για να φωτογραφηθεί;

Ή είναι, πάλι, φωτογραφίες ενός λοξού καλλιτεχνικού ημερολογίου, ενός σχολαστικού ελέγχου κάθε βήματος πριν και προς τον ζωγραφικό πίνακα;

Σε κάθε περίπτωση και κατά πάσα πιθανότητα, μιλούμε για την υβριδική μετάλλαξη της ζωγραφικής σε φωτογραφία και αντίστροφα;

Ή ακόμη καλύτερα (αφού έτσι θα γλιτώσετε, ως αναγνώστες, και τη φλυαρία των κοινοτοπιών γύρω από τη σχέση ζωγραφικής και φωτογραφίας), μήπως πρόκειται για μια μπλόφα του Άρι Γεωργίου;

Είναι γεγονός ότι ο φωτογράφος δεν καταπιάνεται πρώτη φορά με τη ζωγραφική. Πέρα από τα πρώιμα σχέδιά του, το 1986 παρουσίαζε τα «μικροζωγραφικά»1 του στη Μικρή Πινακοθήκη της «Διαγωνίου», ενώ μια χρονιά μετά, δημιουργούσε «Αντίξοες Συνθήκες»2 για δύο τέχνες: τη φωτογραφία και τη ζωγραφική. Εκεί επενέβαινε με επαναφωτογραφίσεις, αποξέσεις και επιχρωματισμούς σε διαφάνειες και έφερνε σε οριακή αναμέτρηση την πρώτη ύλη της φωτογραφίας και της ζωγραφικής: το φιλμ και τη χειρονομία.

Η εικαστική του διάθεση δεν αφορούσε τη μορφή της εικόνας που θα απαθανάτιζε ως φωτογράφος, αλλά την πρώτη ύλη του και το άναρθρο περιεχόμενο που έχτιζε πάνω στην ύλη αυτή, πριν από αυτή και πριν την ίδια την τελική αναπαραστατική εικόνα.

Κάτι ανάλογο έχει επιχειρήσει σε διάφορες «Παρεκτροπές»3 και κάτι ανάλογο επιχειρεί και πάλι. Κάτι εξίσου πονηρό δηλαδή.

Μέσα σε αυτό το φωτογραφικό ημερολόγιο μιας πραγματικής και χρησιμοποιούμενης παλέτας που χάθηκε, ο Άρις Γεωργίου διερευνά ξανά τα όρια. Όχι απλώς της ζωγραφικής με τη φωτογραφία, αλλά και τα δικά του, καθώς και τα δικά σας-μας, με τις δύο αυτές τέχνες.

Κι όμως κάτι άλλο μου έρχεται στο μυαλό: Ενώ η βρετανική αστυνομία χρησιμοποιούσε φωτογράφους από τη δεκαετία 1840 και εξής, η μεγάλη αύξηση εξειδικευμένων φωτογράφων του αστυνομικού ρεπορτάζ σημειώθηκε με την επιτυχημένη ανάπτυξη του συστήματος του Sir Edward Henry για την ταύτιση με δακτυλικά αποτυπώματα, που εισήχθη στη Νέα Scotland Yard το 19014. Γρήγορα έγινε φανερό ότι ο μόνος τρόπος να καταγραφούν δακτυλικά αποτυπώματα που βρίσκονταν στις σκηνές των εγκλημάτων ήταν να φωτογραφηθούν. Έτσι, ολοένα και περισσότεροι φωτογράφοι επιδίδονταν στην αξιοποίηση των εξειδικευμένων τεχνικών.

Θα προχωρήσω, λοιπόν, σε έναν ισχυρισμό, που θα μπορεί να προσδοκά εγκυρότητα, μόνο αν πιστέψτε ότι εγώ, ο γράφων, είμαι ντετέκτιβ. Ισχυρίζομαι, λοιπόν, ότι ο Άρις Γεωργίου έχει διαπράξει έγκλημα, έχει ένοχη όμως συνείδηση, άρα ίσως είναι αθώος.

ΥΠΟΘΕΣΗ Ι
Σε μια ανορθόδοξη και βέβηλη πιθανόν ψυχαναλυτική απόπειρα (εδώ ο γράφων, πρώην ντετέκτιβ και εισαγγελέας μαζί, μεταμορφώνεται σε ψυχαναλυτή καφενείου), νομίζω ότι τη στιγμή που ο Γεωργίου ένιωσε την ανάγκη να ζωγραφίσει, την ίδια στιγμή γέμιζε ενοχές και ένιωθε κατά βάθος άπιστος προς την τέχνη της φωτογραφίας.

Σκέφτηκε, λοιπόν, να κρύψει τα προϊόντα της απιστίας, τα τελικά ζωγραφικά έργα (εκείνα βρίσκονται αλλού, η έρευνα θα αποκαλύψει πού), να καταστρέψει τα πρωτογενή τεκμήρια, την παλέτα του, αλλά να αποκαλύψει τη βασική του ταυτότητα, διασκεδάζοντας ταυτόχρονα τις ενοχές του.

Κι αυτά τα δύο τελευταία θα τα έκανε μόνο μέσω της φωτογραφίας. Φωτογραφίζει σχολαστικά την καθημερινή κατάσταση της παλέτας του, σε ένα είδος ιεροτελεστίας, διασώζοντας τις ημέρες και νύχτες της, αυτό που χτίζεται, γκρεμίζεται, χάνεται και ξαναφτιάχνεται αενάως -όσο κρατάει, τουλάχιστον, το παιχνίδι αυτό.

Αφενός ομολογεί εμμέσως την πίστη του: εξαρτά τη ζωγραφική του, έστω μέσα από τα ίχνη της, από τη φωτογραφία, κάνει τη φωτογραφία αποδεικτικό στοιχείο της ζωγραφικής του, που ακόμη κρύβεται πίσω από τις πινελιές εργασίας πάνω στην παλέτα, και στη φωτογραφία ανταποδίδει τη δύναμη και την πρωτοκαθεδρία της.

Αφετέρου ο ίδιος αυτοκαταγράφεται ενοχικά, τεκμηριώνει τα ζωγραφικά δακτυλικά του αποτυπώματα και εξαφανίζεται αριστοτεχνικά από τον τόπο του εγκλήματος.

1 Βλ. (κατ. έκθ.) Άρις Γεωργίου, Μικροζωγραφικά, Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος», Θεσσαλονίκη 1986.
2
Βλ. (κατ. έκθ.) Άρις Γεωργίου, Αντίξοες Συνθήκες 86-87, εκδόσεις Άγρα, Νοέμβριος 1987.
3
Βλ. την απογραφή έργων που δεν εντάσσονται σε καμία κατηγορία από το 1975 και εντεύθεν στο Άρις Γεωργίου, Παρεκτροπές, συλλεκτική έκδοση σε 5 αντίτυπα, Θεσσαλονίκη, 2007.
4
John Tagg, "Power and photography - a means of surveillance: the photograph as evidence in law" στο (ed. by) Tony Bennett, Graham Martin, Colin Mercer, Janet Woollacott, Culture, Ideology and Social Process, A Reader, The Open University Press 1981, σ. 291.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΙΙ
Αν πιθανολογούμε ότι υπάρχει μπλόφα και συνίσταται στην προσχηματική φωτογράφιση, ελέω ενοχών, μιας πραγματικά χρηστικής παλέτας, υπάρχει και δεύτερο σενάριο: μήπως ο φωτογράφος δεν κρύβει τα τελικά έργα επιμελώς μέσα από τις φωτογραφίες του, αλλά μας τα δείχνει φάτσα κάρτα; Μήπως δηλαδή ο Γεωργίου δεν φωτογραφίζει εμμέσως τη ζωγραφική (διά μέσου των ιχνών της), αλλά άμεσα και απροκάλυπτα; Με άλλα λόγια, μήπως η παλέτα δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ εργαλειακά, ως μέσο δηλ. μιας υποτιθέμενης ζωγραφικής πράξης, αλλά είναι η ίδια το φέρον υπόβαθρο της πραγματικής ζωγραφικής πράξης, είναι δηλ. η ίδια η ζωγραφική; Στην περίπτωση αυτή, οι σχηματισμοί των χρωμάτων δεν είναι αποτέλεσμα τυχαιότητας, αλλά συνειδητές μορφολογικές και χρωματικές ασκήσεις. Ο κατηγορούμενος, βεβαίως, θα το αρνηθεί πεισματικά, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε την έλλειψη εκ μέρους του κάθε ενοχής για την προδοσία της μεγάλης ερωμένης-φωτογραφίας.

Κι όμως, οι παλέτες που βλέπουμε, επιλογές βεβαίως, μοιάζουν πολύ «καθαρές», πολύ αυτονομημένες αισθητικά, για να είναι απλά απομεινάρια. Μιλώντας πάντα ως εικαστικός ντετέκτιβ (εν αποστρατεία, είναι αλήθεια), ως αποκωδικοποιητής σημάτων μιας κρυπτογραφημένης φωτογραφίας, η προκλητική επίδειξη της ματιέρας, μεγεθυμένη αφενός από την σχολαστική ακρίβεια ενός επαγγελματία πια φωτογράφου και ενός επαγγελματικού φωτογραφικού φακού, αφετέρου από την εξαιρετική ευκρίνεια των εκτυπώσεων σε «δραματικά περιορισμένο αριθμό αντιτύπων», δημιουργούν υποψίες.

Μια τέτοια περίπτωση θα ήταν εκ μέρους του Γεωργίου όχι απλώς μπλόφα, αλλά μπλόφα πάνω στην μπλόφα.

¤

Ο δρόμος προς το μεγάλο αριστούργημα φαίνεται πως είχε ανοίξει και έχει κλείσει απότομα. Γι’ αυτό ο αυτουργός θα τιμωρηθεί με παραδειγματική ποινή, επιβαρυμένη από τον ειρωνικό του και αυθάδη τόνο, και επιβαρυμένη εξίσου από τη φυγή του μπροστά στις πρώτες ερωτήσεις που έθεσε ο ίδιος ανυπόγραφα. Ο κώδικας της ζωγραφικής ποινικής δικονομίας, κι εγώ μαζί, σας το εγγυόμαστε.

Κι όμως, όπως και να ’χει, πρέπει να σας αποκαλύψω τα ελαφρυντικά και ίσως και τη δική μου δικονομική απάτη: είμαστε ακόμη στο δρόμο προς το αριστούργημα.

Κι ο δρόμος αυτός δεν οδηγεί μόνο σ’ αυτό που μπορούμε να φανταστούμε, ακόμη κι αν δεν το βλέπουμε –το αριστούργημα δηλ. που φτιάχτηκε με τα υλικά της παλέτας-, αλλά οδηγεί, πρωταρχικά, σ’ αυτό που πράγματι βλέπουμε.

Μετά από τόσες κατηγορίες, ευλόγως θα αναρωτηθείτε ποιο είναι αυτό… Είναι το εικαστικό τοπίο που δημιουργεί ο Άρις Γεωργίου, φτιαγμένο με υλικά καλλιτεχνικά: το εικαστικό τοπίο που δημιουργεί η ανάγκη του να μιλήσει για τη ζωγραφική, για την πράξη της και τη διαρκή αμφισημία της.

Τα υπολείμματα χρώματος που αποτυπώνονται στις φωτογραφίες είναι ζωγραφική, ακόμη και ως μη ζωγραφική. Και είναι και φωτογραφία. Και ως ζωγραφική (και ως μη ζωγραφική) και ως φωτογραφία είναι καλλιτεχνική πράξη, που θολώνει εννοιολογικά τα νερά, όχι όμως και το τελικό οπτικό αποτέλεσμα, ούτε τη βιωματική αναγκαιότητα. Το έκκεντρο βλέμμα προς τη ζωγραφική μάς φέρνει παραδόξως ξανά κοντά της και στο σημείο εκείνο της φιλοσοφικής της διάστασης, όπου η φανερή υλικότητά της μετουσιώνεται σε εξαϋλωμένη, αφηρημένη αναπαράσταση.

Και βεβαίως ο καλλιτέχνης στα υλικά προσθέτει, σαν καλός μάγειρας πια και όχι ως υπόδικος, το δικό του βασικό υλικό: τη φωτογραφία. Το ζωγραφικό πτώμα γίνεται φωτογραφικό σώμα, το ζωγραφικό σκουπίδι γίνεται ενέργεια και εικαστικά ανακυκλώσιμη και μετουσιωμένη ύλη και μπαίνει στο μικροσκοπικό φακό. Το δικό μου και τον δικό σας.

Η φωτογραφία, από την άποψη αυτή, παράγει πραγματικότητα (χαμένη ή όχι πια δεν έχει σημασία), όχι μόνο ως τεκμήριο: παράγει πραγματικότητα ζωγραφική και τελετουργίες ζωγραφικής και φωτογραφίας, άρα και διευρυμένης καλλιτεχνικής αλήθειας, δηλ. μόνιμης αναζήτησης.