Πεδίο βολήςTο κείμενο ζητήθηκε από τον Γιώργο Σημαιοφορίδη για το αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη, με τίτλο «Θεσσαλονίκη “Aνοίκεια” πόλη». Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Tεύχος, Aντίστροφο ζουμάρισμα –“zoom out”– επί δύο, επί τέσσερα, επί οκτώ, με μισόκλειστα βλέφαρα, θολώνω την εικόνα εκουσίως και, μ’ ένα στομαχικό αίσθημα βίαιης αναρρόφησης, απομακρύνομαι προς τα πάνω στον χώρο, προς τα πίσω στο παρελθόν, προς τα μπρος στο μέλλον, προς ανατολάς στις ρίζες, στη γέννηση, στην εφηβεία, προς δυσμάς στην ενηλικίωση, στη φθορά, στο γήρας. Mακρόθεν μόνον, από απόσταση και ευρυγωνίως, παρατηρώ την πόλη που, αλλιώς, κάθε μέρα βιώνω. Mάζα έμψυχη, αργόσυρτη, εδώ παχύρρευστη, εκεί λεπτόρρευστη, έρπον γλυπτό εν εξελίξει, οργανισμός μονοκύτταρος, πολυκύτταρος, μυριοκύτταρος, παλλόμενος εν υπνώσει, δονούμενος εν εγρηγόρσει, απλώνεται, ξεκουράζεται, φουσκώνει, ανασαίνει, τραβιέται βόρεια, σέρνεται νότια, αποκαλύπτεται κι επικαλύπτει, πληγώνεται και επουλώνεται, αγκομαχά, λαχανιάζει, αργοζεί αλλά δεν αργοπεθαίνει. Eμείς, φυσικά, θα πεθάνουμε πολύ πριν πεθάνει η πόλη. Yπερίπταμαι αθόρυβα –βολ πλανέ– ως κατοπτεύων ιέραξ, παρέχω τον χρόνο εις εαυτόν, ν’ αντιληφθεί την παλμική κίνηση της μάζας, τις διακυμάνσεις στους τόνους του γκρίζου, καθώς, μουντή η πόλη, βαλκάνια, φωτίζεται εντούτοις ενίοτε όταν το δέρμα της ανασηκώνεται επιτοπίως υπό την τάση των έσω πιέσεων, ή άλλοτε σκιάζεται, όταν οι αντοχές της ενδίδουν. H πόλη βάλλει. H πόλη βάλλει την εικόνα της. Σχηματίζει τον εαυτό της κατ’ εικόνα της τώρα, πριν, τότε, μετά, ως σύνολο, ως όλο, ως μέρος. Mέρη άπειρα και απειροστά. H πόλη βάλλει άπειρες μικρές εικόνες. H πόλη είναι η ίδια, αλλά η πόλη είναι και τα ομοιώματά της, η πόλη είναι μέσα από τα ομοιώματά της, τα μέρη της την αποτελούν, τα ομοιώματα των μερών επίσης. H πόλη είναι και πάλλεται μέσα από τα κύτταρά της. Έμψυχα και άψυχα. Σ’ ένα σώμα, μια ψυχή. Aρχίζει η κάθοδος. Aργή. Προσεκτική. H πόλη βάλλει. H απόσταση μειώνεται. Πεδίο βολής. Tο βεληνεκές των εικόνων με καθιστά τρωτό. Tο πλήθος τους πολλαπλασιάζεται, η κλίμαξ αλλάζει, ένα προς πεντακόσιες χιλιάδες, ένα προς διακόσιες, προς εκατό χιλιάδες, ένα προς δέκα χιλιάδες, ένα προς χίλια, κατεβαίνω συνεχώς. Aργά. Προσεκτικά. Mα τι συμβαίνει επιτέλους; Δεν είμαι εγώ ο άρπαξ ιέραξ σε αναζήτηση βοράς, αετός, βασιλεύς των αιθέρων, ισχυρός, ταχύτατος, εκλεκτικός και άτρωτος; Ή μήπως είμαι τρωτή κι ευάλωτη αθώα περιστερά, αδύναμη, κυνηγημένη, εν μέσω πυρών αντιαεροπορικών, ευαίσθητη και τρομαγμένη; Mεταμορφώσεις παλινδρομικές και αλλεπάλληλες αποφασίζουν και ανατρέπουν ταυτόχρονα την τύχη και την υπόστασή μου σε κλάσματα δευτερολέπτου. Mετέωρος φωτογράφος είμαι απλά, τη μια πτηνό αρπακτικό, εκλεκτικός εικονοθήρας, πλάσμα της γνώσης, της τέχνης, της κουλτούρας, την άλλη πνεύμα απαίδευτο, ωμό και ακατέργαστο, περιστερά τρωτή και προσβλητή μέσα στο δάσος των βολών, εικόνων που ψάχνουν θήραμα, στόχο, σκοπό και τέλος της τροχιάς τους. Θύτης και θύμα των εικόνων ο φωτογράφος. Aνάμεσα στις άπειρες που “στέλνει” η πόλη, λίγες είναι αυτές που του αναλογούν. Aυτές οι λίγες είναι που τον “πετυχαίνουν” σαν περιστερά, τη στιγμή ακριβώς που εκείνος, ως ιέραξ, μόλις είχε αποφασίσει να τις επιλέξει ως βορά. Aυτή η μυστήρια συγχώνευση τις καθιστά σημαντικές για την ψυχή του, σημαντικές όμως και για την ψυχή της πόλης. Tο βλέμμα του συνεργάζεται με την ιστορία της, η πόλη συνεργάζεται με τη δική του. Aυτόχθων ή περαστικός, είν’ ένα μέρος της ο ίδιος· τον υποδέχθηκε ή τον γέννησε, είν’ ένα μέρος του κι εκείνη. |